Εἶναι μία θύρα στὰ μάτια κάθε νεκροῦ
μὲ καίει τρόμος ἀπ᾿ τὴν ἡλικία
τῶν λουλουδιῶν ἔτσι γρήγορα ποὺ φεύγουν
ἔτσι γρήγορα εἶναι μιὰ θύρα βαμμένη μὲ τὴ σιωπὴ
κι ὁ θάνατος μονόλιθος.
Κράζει τ᾿ ἀηδόνι μαῦρος κόρακας καὶ θέλει τὴ φωνή του
μὰ δὲν ἔχει γλῶσσα ἡ δεύτερη ζωή μας. Καλὴ νύχτα,
ποὺ λέει ὁ θεατρίνος ἢ ὁ ψευδοσκότεινος, δὲν ὑπάρχει
κι οὔτε νύχτα κακὴ κι ἀκόμη οὔτε νύχτα
εἶναι μονάχα τὸ Δὲν τὸ Μὴ καὶ τ᾿ Ὄχι σὰν καρπὸς
τοῦ δέντρου μὲ τ᾿ ὄνομα Ἐγὼ καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ὄνομα Ταξιδεύω
κι ὅλα τὰ λόγια μας ἐδῶ
φενάκη κ᾿ ἐσωτερικὰ τηλέφωνα
εἶναι μιὰ θύρα φοβερὴ
γι᾿ αὐτὸ κρατοῦμε τουφέκι τὸ τραγούδι:
Μιὰ θύρα, θύρα ἡ γκρέμιση
τὸ σάλιο τοῦ χελιδονιοῦ ποὺ φτιάχνει μὲ τὰ φρύγανα
στὰ δέντρα οὐράνιες φωλιές.
Καὶ χωρίζουμε σὲ φῶς καὶ σκοτάδι τὸ Ἕνα.
Χωρίζουμε τὸν Ὀδυρμὸ σὲ τύφλωση καὶ θυσία.