Χωρὶς καμιὰ φροντίδα κι ἐπιμέλεια,
σ’ ὅ,τι ακούμπησαν τὰ χέρια μου
φύτρωσαν κι ἄλλα χέρια.
Τὰ βλέπω, τὴν ἄνοιξη βλασταίνουνε κι ανθίζουν
στὰ δέντρα ποὺ σκαρφάλωνα.
Τ’ αγγίζω, ασάλευτα καὶ σκουριασμένα
μὲ τὴν παλιὰ βαφή τους ξεφτισμένη
σὲ κάγκελα ποὺ ἔφραζαν αὐλὲς παλιῶν σπιτιῶν.
Τὸ δίχως ἄλλο θὰ ζεσταίνουν
ὅποιο κορμὶ ψηλάφησα,
μὲ αναλλοίωτες τὶς ἁμαρτίες στ’ ακροδάχτυλα.
Εἶναι καὶ τ’ ἄλλα, τ’ αόρατα.
Τὰ κέρινα ποὺ ἔλιωσαν στὰ μανουάλια,
ποὺ φύτρωσαν σὲ ἄψυχες σκιές,
σὲ στεφανωμένα αγάλματα, σὲ σημαῖες,
καὶ τ’ ἄλλα χέρια ποὺ σκορπᾶνε τὶς νύχτες,
μὲ τὸν ἄνεμο,
τὰ μαραμένα φύλλα καταγῆς.
Τὰ χέρια ἐκεῖνα
-μελάνι καὶ μολύβι-
τυπωμένα στὴν καρδιά,
μονάχα στὰ ποιήματα τὰ συναντάω.
*Από τη συλλογή “Χαμένες ψηφίδε”, Θεσσαλονίκη 2012.