Στις μέρες που πλέχουν
σαν γρήγορο καράβι στη θάλασσα
και αφήνουν τον καπνό του τσιγάρου να ταξιδέψει από την κουζίνα στο σαλόνι και έπειτα μέσα μου
και στις φωτογραφίες που σαν καλειδοσκόπιο γυρίζουν
-πατάς το κουμπί –
κι άλλη μία κι άλλη μία
και αδιόρατα η αίσθηση του δευτερόλεπτου που χάνεται και ανανεώνεται
-να! η θάλασσα – να!το χέρι που φεύγει – να! το χέρι που έρχεται –
υπάρχει μια βεβαιότητα στις κινήσεις και μια σταθερότητα στα βλέμματα
– πάντοτε αναγνωρίζεις αυτούς που χάνονται μέσα τους από την αστάθεια στο βλέμμα-
πως έχεις ένα κερδίσεις.
Γιατί κι εσύ πια δεν είσαι.
Και έρχονται στο παράθυρο και περνάνε μέλη κομμένα, ιδρώτες στα τζάμια, λαξεμένα πορτοκάλια σε σχήμα ζωής, άσχημα και όμορφα στόματα, πέτρες.
Υπόλοιπα που άφησες και σού άφησαν
-αδύνατον να παρακολουθήσεις τα δρομολόγιά τους –
κι είναι αυτό που χάνεται στη λήθη και μετά έρχεται και σε κάνει να σπας…
View original post 170 more words