Τούτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει—
θέλω νά πώ έχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλάνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτάνε στό κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει τό καπέλο τού πεθαμένου απ’τήν κρεμάστρα
στό σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει τό μάλλινο τριμένο γάντι τής σιωπής απ’ τά γόνατά της
ή όπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, — όχι η φωτογραφία πού κοιτάς με
τόση δυσπιστία—
λέω γιά τήν πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες
νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια νά ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
—μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιό στιλβωμένη απ’ τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τα δίνω
στό στιλβωτήριο τής γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στό βάθος λικνισμένο απ’ τήν
ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σά μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στά δυό
σά νά μήν είχε τίποτα να κλείσει ή νά κρατήσει
ή…
View original post 314 more words