Τώρα τά διπλώνω στά τέσσερα, στά οχτώ, στά δεκάξη
ν’ απασχολώ τά δάχτυλά μου. Καί τώρα θυμήθημα
πώς έτσι μετρούσα τή μουσική σάν πήγαινα στό Ωδείο
μέ μπλέ ποδιά κι άσπρο γιακά, μέ δυό ξανθές πλεξούδες
— 8, 16, 32, 64, —
κρατημένη απ’ τό χέρι μιάς μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φώς
καί ρόζ λουλούδια,
(συχώρεσέ μου αυτά τά λόγια — κακή συνήθεια ) — 32, 64, — κ’ οι
δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στό μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σούλεγα γιά
τήν πολυθρόνα —
ξεκοιλιασμένη — φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τά άχερα —
έλεγα νά τήν πάω δίπλα στό επιπλοποιείο,
μά πού καιρός καί λεφτά καί διάθεση — τί νά πρωτοδιορθώσεις; —
έλεγα νά ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, — φοβήθηκα
τ’ άσπρο σεντόνι σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθησαν
άνθρωποι πού ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κ’ εσύ κι όπως
κ’ εγώ άλλωστε,
καί τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ τό…
View original post 675 more words