ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ
Καί ψυχή
ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν
εις ψυχήν
αυτή βλεπτέον:
τόν ξένον καί τόν εχθρόν τόν είδαμε στόν καθρέφτη.
Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δέ φωνάζαν
ούτε από τόν κάματο ούτε από τή δίψα ούτε από
τήν παγωνιά,
είχανε τό φέρσιμο τών δέντρων καί τών κυμάτων
πού δέχονται τόν άνεμο καί τή βροχή
δέχονται τη νύχτα καί τόν ήλιο
χωρίς ν’ αλλάξουν μέσα στήν αλλαγή.
Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες
ίδρωναν στό κουπί μέ χαμηλωμένα μάτια
ανασαίνοντας μέ ρυθμό
καί τό αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, μέ χαμηλωμένα μάτια
όταν περάσαμε τό ερημόνησο μέ τίς αραποσυκιές
κατά τή δύση, πέρα από τόν κάβο τών σκύλων
πού γαυγίζουν.
ARGONAUTS
And the soul
if it is to know itself
must look
into its own soul
the stranger and the enemy, we have seen him in the mirror.
They were good boys, the comrades, they didn’t complain
View original post 106 more words