Θυμάμαι τα αδέρφια Σταύρου/
-νεκρά από χρόνια-
τα μάτια τους που ήταν φωλιές πουλιών
στο αφήλιο τους,
και τα σκληρά τους κόκαλα,
λευκά πως άστραφταν εντός τους.
Κι όμως χαρήκαμε που εξαφανίστηκαν/
μια πούδρα γλυκιά,
κόκκινη πάπρικα τους εξαΰλωσε ενέσιμους στα πολυβολεία,
και τα λεπτά χαμόγελα που ήταν σφιχτά σαν όστρακα,
δίχως δόντια,
έπεσαν με τον βοριά/
Και που εράσθηκαν,
στο κομμένο χόρτο συναυτουργοί,
ξεχάστηκε γρήγορα,
το εφηβικό τους λάσο,
ανίερες δαμάλες που αιωρούνταν στον οίστρο τους,
απ’ του φαλλού τους τον κρίκο,
οι καμμένοι τους βόστρυχοι/
όμως όσα ήταν να φέρουν,
έφεραν/
τρίμματα γέλιου και ηδονών
αλλά ως εκεί/
Αυτονόητα
-παρότι νωρίς-
η ψυχή τους απήχθη
απ’ τον ανήκεστο χρόνο,
ολοκληρώνοντας.
Ποιος τον χρειάζεται τον φλύαρο έρωτα και το έκπαγλο κάλλος;
Μονάχα η μάνα τους,
στρώνει και ξεστρώνει ακόμη τα σκεπάσματα/
και ξεφορτώνει κάθε πρωί,
τις πέτρες απ’ τα μαξιλάρια.
photo: Polixeni Papapetrou
Three young men paying homage…