ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΥΤΟ εἶναι πολὺ ἁπλό, παρόλο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι πολὺ περίπλοκο. Ἐπίσης: εἶναι ἕνα διήγημα ἀνολοκλήρωτο, γιατί οἱ ἱστορίες αὐτοῦ τοῦ εἴδους δὲν ἔχουν τέλος. Εἶναι νύχτα στὸ Παρίσι καὶ ἕνας ἀμερικανὸς δημοσιογράφος κοιμᾶται. Ξαφνικὰ χτυπάει τὸ τηλέφωνο καὶ κάποιος, μὲ ἀγγλικὰ ποὺ δὲν ἔχουν καμία χαρακτηριστικὴ προφορά, ζητᾶ τὸν Τζόε Κέλσο. Ὁ δημοσιογράφος ἀπαντᾶ ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος καὶ μετὰ κοιτάζει τὸ ρολόι. Εἶναι τέσσερις τὸ πρωί, δὲν ἔχει κοιμηθεῖ πάνω ἀπὸ τρεῖς ὧρες καὶ εἶναι κουρασμένος. Ἡ φωνὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ τηλεφώνου τοῦ λέει ὅτι πρέπει νὰ τὸν δεῖ γιὰ νὰ τοῦ μεταφέρει μιὰ πληροφορία. Ὁ δημοσιογράφος ρωτᾶ περὶ τίνος πρόκειται. Ὅπως συμβαίνει συνήθως σὲ τέτοιου εἴδους τηλεφωνήματα, ἡ φωνὴ δὲν ἀποκαλύπτει τὸ παραμικρό. Ὁ δημοσιογράφος τοῦ ζητᾶ τουλάχιστον κάποιο στοιχεῖο. Ἡ φωνή, σὲ ἄπταιστα ἀγγλικά, πολὺ καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνα τοῦ Κέλσο, τοῦ λέει ὅτι προτιμάει νὰ τὸν δεῖ προσωπικά. Ἀμέσως, προσθέτει, δὲν…
View original post 780 more words