DELPHIC WOMAN
In the air of lunar cedars
at the sight of gold we heard the Lion.
The earthly wail foretold.
Unveiled is the vein of corolla
on the temple that slopes to sleep
and your voice orphic and marine.
As salt from water
I issue from my heart.
The age of laurel vanishes
and the un quiet ardourγυναίκα,Δελφική,χρυσός,
and its pity without justice.
At your naked shoulder
odorous of honey
perishes exiguous
the invention of dreams.
In you I rise, o Delphic woman,
no longer human. Secret
the night of the warm moons’ rains
sleeps in your eyes:
to this quiet of skies in ruins
occurs the inexistent childhood.
In the movements of starred solitudes
to the bursting of the grains
to the will of the leaves
you will be howl of my substance.
ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Στον αέρα των κέδρων του φεγγαριού
στο χρυσό στεναγμό ακούσαμε το λιοντάρι.
Ο γήϊνος κλαυθμός προμαντεύτηκε.
Του στέμματος η φλέβα αποκαλύφτηκε
στον κρόταφο που γέρνει για ύπνο
κι η φωνή σου θαλασσινή και ορφική.
Σαν τ’ αλάτι απ’ τη θάλασσα
απ’ την καρδιά μου ανακοινώνω.
Η εποχή της δάφνης πέρασε
κι η ασίγαστος ενθουσιασμός
κι ο οίκτος του δίχως δικαιοσύνη.
Στον γυμνό σου ώμο
που ευωδιάζει σαν το μέλι
το ασήμαντο πεθαίνει
η εφεύρεση ονείρων.
Μέσα σου ορθώνομαι, ώ γυναίκα των Δελφών
πέραν του ανθρώπινου πια. Μυστική
η νύχτα της ζεστής φεγγαρίσιας βροχής
κοιμάται στα μάτια σου:
σ’ αυτόν τον ήρεμο ερηπωμένο ουρανό
υπάρχει η ανύπαρκτη παιδική ηλικία.
Στη κίνηση της μοναξιάς των αστεριών
ως το σκάσιμο του σταριού
και στη θέληση των φύλλων
θα γίνεις το ουρλιαχτό της ύπαρξής μου.
~Salvatore Quasimodo, translated from the English, my Manolis Aligizakis