-Πάρτε με αγκαλιά!, φώναζε στους δρόμους ημιλιπόθυμη. Δεν έδινε κανείς σημασία. Πότε θα έρθεις να μπεις μέσα μου να μπω μέσα σου να ζήσουμε αλλά μέχρι τότε δεν υπάρχουν άλλες λέξεις και κινήσεις. – Πάρτε με αγκαλιά!, εξακολουθούσε μέχρι τού σημείου να μού γίνει φορτική. Λες και δεν ήξερε μέσα της ότι άλλοτε οι αγκαλιές είναι βέρες και άλλοτε ένα κλείσιμο στο χάος και στο τίποτα. Ανυπομονούσα να σβήσει η κάφτρα του τσιγάρου και να εξαφανιστώ από το χώρο. -Πάρτε με αγκαλιά!, φώναζε, – διεκδικώ το χώρο σου. Το πρωί τήν βρήκαν νεκρή να κείτεται στο δρόμο. Δεν είχε υγρασία και ο δρόμος ήταν στεγνός. Κι εκείνη εκεί ακίνητη κοιτούσε μια κουκκίδα του δρόμου. Ας τήν είχε πάρει κάποιος αγκαλιά, μονολογούσα. Έτσι δε θα με έτρωγε σήμερα αν θα πρέπει να σκουπίσω από το δρόμο τα αίματα κι αν τελικά αξίζει να τα σκουπίσω.
Στους ταξιδιωτικούς οδηγούς που μαζεύουμε στο…
View original post 250 more words