Veni, vidi, vici
by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
Είναι αυτή η ηλεκτρισμένη αυγή. Γύρω στα χωράφια τσόφλια από αυγά. Κονσέρβες και μυρουδιά από κάτουρο. Ωχρά και ζαρωμένα παιδιά στα περίχωρα του κόσμου των ανθρώπων.
Εδώ νοιώθεις την μυρουδιά και τον ήχο του ταξιδιού. Κοιμόμαστε σε χωράφια και χαντάκια, δίπλα σε στάσεις λεωφορείων και χορταριασμένες καντίνες στην άκρη του γκρεμού αυτού του κόσμου.
Μας ξυπνάει αυτός ο παράφορος ήλιος της πατρίδας. Ο ήλιος της ανατολής. Σαν το σινιάλο που ειδοποιεί για το τέλος των πρόσκαιρων ονείρων της κούρασης.
Όσες ελπίδες είχαν απομείνει τις μάζεψαν με τις σφουγγαρίστρες. Ήγγικεν η ώρα τις ύστατες σκέψεις ν’ αδειάσουμε. Η μέρα στο προσκήνιο εισέρχεται σαν το λεπρό.
Κοπέλες για όλες τις δουλειές. Λαμπάδες από αίμα. Τραγουδήστε μας ένα παλιό τραγούδι γιατί εδώ έχει μονάχα σιωπή. Για να σας φέρω πιο κοντά κλείνω τα μάτια ευτυχισμένες μέρες. Λειαίνω μέρα νύχτα τα ξόανά σας.
Έγγραφα βρεγμένα και στρατηγοί σαν…
View original post 264 more words