Ἡ ἀσάλευτη ζωή
Καὶ τ᾿ ἄγαλμα ἀγωνίστηκα γιὰ τὸ ναὸ νὰ πλάσω
στὴν πέτρα τὴ δική μου ἀπάνω,
καὶ νὰ τὸ στήσω ὁλόγυμνο, καὶ νὰ περάσω,
καὶ νὰ περάσω, δίχως νὰ πεθάνω.
καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿ οἱ ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες
στὰ ξόανα τ᾿ ἄπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα,
θυμοῦ γρικῆσαν τίναγμα καὶ φόβου ἀνατριχάδες,
κ᾿ εἴδανε σὰν ἀντίμαχους καὶ τ᾿ ἄγαλμα κ᾿ ἐμένα.
Καὶ τ᾿ ἄγαλμα στὰ κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στὴν ἐξορία.
Καὶ πρὸς τὰ ξένα τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου
καὶ πρὶν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
ἔσκαψα λάκκο, κ᾿ ἔθαψα στὸ λάκκο τ᾿ ἄγαλμά μου.
Καὶ τοῦ ψιθύρησα: «Ἄφαντο βυθίσου αὐτοῦ καὶ ζῆσε
μὲ τὰ βαθιὰ ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ ἀρχαῖα συντρίμμια,
ὅσο ποὺ νἄρθ᾿ ἡ ὥρα σου, ἀθάνατ᾿ ἄνθος εἶσαι,
ναὸς νὰ ντύση καρτερεῖ τὴ θεία δική σου γύμνια!»
Καὶ μ᾿ ἕνα στόμα διάπλατο, καὶ μὲ φωνὴ προφήτη,
μίλησ᾿ ὁ λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο οὔτε, φῶς, τοῦ κάκου.
Γιὰ…
View original post 507 more words