Ιδού ένας μακρύς και σιωπηλός δρόμος.
Περπατώ μέσα στη μαυρίλα και σκοντάφτω και πέφτω
και σηκώνομαι, και περπατώ στα τυφλά, τα πόδια μου
τσαλαπατούν τις σιωπηλές πέτρες και τα ξερά φύλλα.
Κάποιος πίσω μου επίσης τσαλαπατά, πέτρες, φύλλα:
εάν επιβραδύνω, επιβραδύνει κι αυτός
εάν τρέξω, τρέχει γυρνάω: κανένας.
Τα πάντα σκοτεινά και άθυρα,
μόνο τα βήματά μου με αναγνωρίζουν,
Στρίβω και στρίβω μέσα απ’ τις γωνίες
που οδηγούν παντοτινά στον δρόμο
όπου κανένας δεν περιμένει, κανένας δεν μ’ ακολουθεί,
όπου κυνηγώ έναν άντρα που σκοντάφτει
και σηκώνεται και λέει όταν με βλέπει: κανένας.
*Μετάφραση: Κώστας Δρουγαλάς. Από το περιοδικό “Ένεκεν”.