Kestrel cleans her feathers

Yannis Ritsos//Γάννης Ρίτσος

Ritsos_front large

ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ

 

Ήλιος ισχυρογνώμων, αμετάπειστος, έξω και μέσα στα σπίτια, όλη μέρα,

το άσπρο του ασβέστη, το μαύρο του σίδερου, τα λίγα σπουργίτια,

κάθετες λάμψεις οι καθρέφτες, δεν περιέχουν πολυθρόνες, μπουκάλια

ούτε κρεμάστρες και γέρους. Εγώ—λέει—θ’ αγοράσω

καινούργιο πουκάμισο, καινούργια παπούτσια, είμαι όμορφος ακόμα, το δείλι

με κοιτούν τα κορίτσια, βάζω τα χέρια στις τσέπες μου—το `δες;—

Είναι ο ήλιος, μου τσούζει τα μάτια. Μπαίνω στο ανσασέρ. Ανεβαίνω.

Δεν πήρα εφημερίδα. Η μάνα μου είχε πάντα χέρια αλευρωμένα,

σε σταματούσε, σου άφηνε στα πέτα δυο πενταδάχτυλα χνάρια,

μια στιγμή το θυμήθηκα. Δεν ξέρω. Όχι, όχι. Βγαίνω στην ταράτσα,

ανάμεσα σε άσπρα πλυμένα σεντόνια, πολύχρωμους στηθόδεσμους,

σώβρακα, φανέλες,

ιστία πλαταγίζουν, ανοίγομαι, φεύγω, να μπώ σ’ ένα σώμα.

 

~Αθήνα, 31-12-79

 

THE FUNDAMENTAL

 

Obstinate sun, unconvinced, in and out of houses, all day long;

the white of whitewash, the black of iron, the few sparrows;

the mirrors: vertical flashes, they don’t contain armchairs, bottles

not even hangers and old men. I – he says – shall buy

a new shirt, new shoes; I’m still handsome; in the sunset

the girls look at me; I place my hands in my pockets – you saw that? –

It’s the sun, it stings my eyes. I enter the elevator. I go up.

I didn’t buy a newspaper. My mother had her hands always in flour;

she would stop you, would leave two five-finger marks on your lapel;

for a moment I remembered it. I don’t know. No, no. I go up to the roof,

among the washed white sheets, colorful bras, underwear,

undershirts

like sails flapping, I sail away, I leave to enter a body.

 

~Athens, 31-12-79

 

 

Γιάννη Ρίτσου-Ποιήματα/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη, Libros Libertad, 2011

Yannis Ritsos-Poems/Translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, 2011

www.libroslibertad.com

www.manolisaligizakis.com

T S Eliot/ Translated by Manolis Aligizakis

 

ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ του ΤΟΜΑΣ ΣΤΕΡΝΣ ΕΛΙΟΤ

 

                                                             Έχεις διαπράξει

                                                             πορνεία: αλλά σε άλλη χώρα

                                                             κι εξ άλλου, η υπηρέτρια πέθανε           

 

~Ιουδαίος απ’ τη Μάλτα

 

Ι

 

Μέσα στην ομίχλη και τον καπνό ενός Δεκεμβριανού απογεύματος

είπες στη σκηνή να ταχτοποιηθεί — όπως εξ άλλου θα `πρεπε

με τη σκέψη κράτησα το απόγευμα αυτό για σένα

και τέσσερα κεριά στο σκοτεινό δωμάτιο

τέσσερα δαχτυλίδια φωτός πάνω στο ταβάνι

ατμόσφαιρα σαν της Ιουλιέττας τον τάφο

προετοιμασμένος για κάθε τι που έπρεπε να ειπωθεί, ή όχι.

Έχουμε παραμείνει, ας πούμε, για ν’ ακούσουμε τον τελευταίο Πολωνό

να μεταδίδει τα Πρελούδια, απ’ τα μαλλιά και τ’ ακροδάχτυλα του.

Τόσο οικείος που είναι ο Σοπέν, που νομίζω η ψυχή του

θα `πρεπε ν’ αναστηθεί μόνο ανάμεσα σε φίλους του

μερικούς, ίσως δύο ή τρεις, που δεν θ’ άγγιζαν το άνθος

που ακούγεται κι αναπτύσεται στην Αίθουσα Συναυλιών.

Κι έτσι η κουβέντα ξεγλυστρά

σε βαλελίτες και προσεκτικά αποκαλυμένες μεταμέλειες

μέσω των εξασθενημένων τόνων βιολιών

που σμίγουν με απόμακρες κορνέτες

κι αρχίζει.

Δεν γνωρίζετε πόσο σημαντικά μου είναι, φίλοι μου,

και πως, πόσο σπάνιο και παράξεον είναι, να βρεις

σε μια ζωή συνθεμένη από τόσα απομεινάρια

αληθινά, δεν μ’ αρέσει…το γνωρίζατε; Δεν είστε τυφλοί,

είστε τόσο προσεκτικοί!

Να βρεις ένα φίλο που να `χει όλα αυτά τα προσόντα

που έχει και χαρίζει

αυτά τα προσόντα στους φίλους του.

Και πόσο σημαντικό μου είναι αυτό που σας λέω —

που δίχως τη φιλία — η ζωή θα `ταν μια ανοησία!

 

Μέ τα κουρδίσματα των βιολιών

και τις άριες

απ’ τις ραγισμένες κορνέτες

στο μυαλό μου αρχίζει ένα μονότονο τον-τον

παίζει ένα πρελούδο δικό του

καπρίτσιο και μονοτονία

που έχει τουλάχιστον μια παράτονη νότα

ας αναπνεύσουμε, σαν ναρκωμένοι απ’ το κάπνισμα

ας θαυμάσουμε τα μνημεία

ας κουβεντιάσουμε τα τελευταία γεγονότα

ας ρυθμίσουμε τα ρολόγια μας με το μεγάλο ρολόι της πλατείας

και μετά ας κάτσουμε για μισή ώρα να πιούμε το ποτό μας.

 

 

PORTRAIT OF A LADY by T S ELIOT

 

 

Thou hast committed —
                                                    fornication: but that was in another country,
                                                    and besides, the wench is dead.

                                                                       The Jew of Malta

I

 

Among the smoke and fog of a December afternoon

You have the scene arrange itself — as it will seem to do—

With “I have saved this afternoon for you”;

And four wax candles in the darkened room,

Four rings of light upon the ceiling overhead,

An atmosphere of Juliet’s tomb

Prepared for all the things to be said, or left unsaid.

We have been, let us say, to hear the latest Pole

Transmit the Preludes, through his hair and finger-tips.

“So intimate, this Chopin, that I think his soul

Should be resurrected only among friends

Some two or three, who will not touch the bloom

That is rubbed and questioned in the concert room.”

—And so the conversation slips

Among velleities and carefully caught regrets

Through attenuated tones of violins

Mingled with remote cornets

And begins.

 

“You do not know how much they mean to me, my friends,

And how, how rare and strange it is, to find

In a life composed so much, so much of odds and ends,

(For indeed I do not love it … you knew? you are not blind!

How keen you are!)

To find a friend who has these qualities,

Who has, and gives

Those qualities upon which friendship lives.

How much it means that I say this to you —

Without these friendships — life, what cauchemar!”

Among the winding of the violins

And the ariettes

Of cracked cornets

Inside my brain a dull tom-tom begins

Absurdly hammering a prelude of its own,

Capricious monotone

That is at least one definite “false note.”

— Let us take the air, in a tobacco trance,

Admire the monuments,

Discuss the late events,

Correct our watches by the public clocks.

Then sit for half an hour and drink our bocks.

 

 

~ Μετάφραση ΜAΝΩΛΗ ΑΛΥΓΙΖΑΚΗ// Translated by MANOLIS ALIGIZAKIS

 

 

 

 

Κτῆ­μα ἐς αἰ­εί

Ἑκηβόλος

kion1Κτῆ­μα ἐς αἰ­εί μᾶλ­λον ἤ ἀ­γώ­νι­σμα ἐς τό πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­κού­ειν ξύ­γκει­ται

 σχόλια της Emily Greenwood

(από το έργο της “Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ και διαμόρφωση της ιστορίας”)

Ι… Στα κεφάλαια του 1ου Βιβλίου (20-2), στα οποία εκθέτει τόσο την ιδεολογία όσο και τη μεθοδολογία του κειμένου του, ο Θουκυδίδης συγκρίνει με άλλους τύπους λογοτεχνίας το είδος του έργου που γράφει. Ο Θουκυδίδης ξεκόβει από το παράδειγμα ποιητών, που προσφέρουν ψυχαγωγικές, υπερβολικές και φανταστικές περιγραφές συμβάντων του παρελθόντος, όπως και πεζογράφων (λογογράφοι), που συνθέτουν περιγραφές περισσότερο για να παρασύρουν το ακροατήριό τους παρά για να τους πουν την αλήθεια (1.21.1). Αυτές οι περιγραφές του παρελθόντος λέγεται ότι φτάνουν στην επιτυχία χάρη στο στοιχείο του μυθώδους (ibid). Θεωρείται συχνά ότι πίσω από την αναφορά στους λογογράφους αδιακρίτως, κρύβεται έμμεση αναφορά στις Ιστορίες του Ηροδότου. Ενώ ο Θουκυδίδης βρίσκεται πολύ πλησιέστερα στον Ηρόδοτο απ’ όσο παραδέχεται, η ιστοριογραφική ρητορική του είναι σημαντικά…

View original post 436 more words

Ευριπίδης: πώς φιλοσοφείται το τραγικό μας Είναι;

ΑΡΧΑΙΩΝ ΤΟΠΟΣ

Ο Ευριπίδης ανήκει στους τελευταίους από τους μεγάλους τραγικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Μαθητής ο ίδιος του Αναξαγόρα και αποδέκτης σοφιστικών επιδράσεων, είναι ανοικτός στους γόνιμους προβληματισμούς των φιλοσόφων και των σοφιστών  της εποχής του, χωρίς να περιφέρεται εδώ και εκεί ως ανέκφραστος/άκριτος οπαδός του ενός ή του άλλου σοφιστή.

View original post 929 more words

A Short Analysis of William Blake’s ‘The Clod and the Pebble’

Interesting Literature

A close reading of Blake’s classic poem

‘The Clod and the Pebble’ is a William Blake poem that first appeared in his 1794 volume Songs of Experience, the companion-piece to his 1789 collection Songs of Innocence. The poem stages a conversation between a clod of clay and a pebble to make a point about the nature of love. Before we proceed to an analysis of ‘The Clod and the Pebble’, here’s a reminder of the poem.

The Clod and the Pebble

‘Love seeketh not itself to please,
Nor for itself hath any care,
But for another gives its ease,
And builds a Heaven in Hell’s despair.’

So sung a little Clod of Clay
Trodden with the cattle’s feet,
But a Pebble of the brook
Warbled out these metres meet:

View original post 423 more words

Γιάννη Ρίτσου-ΕΛΕΝΗ/Yannis Ritsos-HELEN

Manolis

Ritsos_front large

ΕΛΕΝΗ

Ναί, ναί, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πιά δέν έρχεται. Κον-

            τεύω

νά ξεχάσω τά λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ τό κα-

            λοκαίρι

σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες — κάτι θέλουν νά πούν, — ανοησίες.

           Η μιά τους

έχει βγεί κιόλας έξω απ’ τό παράθυρο, τραβιέται, νά σπάσει τούς

           κρίκους,

νά φύγει πάνω απ’ τά δέντρα, — ίσως κιόλας νά ζητάει νά τραβήξει

ολόκληρο τό σπίτι κάπου αλλού — μά τό σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες

          τίς γωνιές του

καί μαζί του κ’ εγώ, παρ’ ότι νιώθω, εδώ καί μήνες, ελευθερωμένη

απ’ τούς νεκρούς μου κι απ’ τόν ίδιο τόν εαυτό μου, κι αυτή μου η

          αντίσταση,

ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι τό μόνο δικό μου — ο δεσμός μου

μέ τούτο τό κρεββάτι, μέ τούτη τήν κουρτίνα — είναι κι ο φόβος

          μου, σά νά κρατιέμαι

ολόσωμη απ’ αυτό τό δαχτυλίδι μέ…

View original post 392 more words

Κριτική ποιητικής συλλογής “ΦΥΛΛΟΡΡΟΕΣ”/Review of poetry collection “FYLOROES”

Manolis

filloroes

ΦΥΛΛΟΡΡΟΕΣ-FYLOROES, ΕΝΕΚΕΝ, 2013

 

       Ο Ελληνοκαναδός Μανώλης Αλυγιζάκης έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, καθώς και άρθρα, διηγήματα και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά. Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του ‘Φυλλορροές’ απαρτίζεται από υπαρξιακά, ερωτικά και κοινωνικοπολιτικά θέματα, με στενή αναφορά στην καθημερινότητα αλλά και σε σπουδαία ιστορικά γεγονότα. Το συναίσθημα ρέει πλούσια σε όλη τη συλλογή. Εκφράζεται μέσα από θέματα όπως η αγάπη, ο έρωτας, η απιστία, η απώλεια και το αίσθημα του ανεκπλήρωτου, η αναζήτηση της ουσίας της ζωής, τα υψηλά ιδανικά, και η έλλειψη ελευθερίας. Το χαρακτηριστικό ύφος ενισχύεται από τον ήχο και τον ρυθμό, που δένουν αρμονικά με το περιεχόμενο. Μια μελαγχολική διάθεση διατρέχει το σύνολο των ποιημάτων, δίνοντας τον τόνο στην πάλη μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας: «…κι είπε -/ θέλω να σπείρω/ τούτο το χώμα απ’ την αρχή/ με μια σοδειά νέων ιδεολόγων…» («Νωχελικό απόγευμα»).

       Η γραφή, αν και κάποιες φορές στα…

View original post 683 more words

Χλόη και Αλεξάνδρα-Ποίηση, σε μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη/Cloe and Alexandra-Poetry translated by Manolis

Manolis

Cloe and Alexandra_cover_aug265

Στον μοναδικό μου αναγνώστη

Θα σε περιμένω.
Σε έναν σταθμό που δεν υπάρχει ακόμα.
Στο κέντρο εκεί της ερημιάς.
Γύπες θα κυκλώνουνε τα τρένα.
Φαλακρά μωρά θα κλαίνε γοερά.
Θα έρθεις.
Με ένα τρένο
που πια δεν λειτουργεί
χωρίς φρένα και μηχανοδηγό
κατρακυλάει στ’ αστέρια.
Όταν κατέβεις δεν θα μ’ αγκαλιάσεις.
Δεν θα μου πεις πως μ’ αγαπάς.
Μόνο θα σηκώσεις το χέρι
και τρυφερά θα στρώσεις το γιακά
απ’ το τριμμένο μου παλτό.

To my only reader

I’ll wait for you.
In a station not yet built.
There, in that center of loneliness.
Where condors swirl around the trains.
Where bald babies will wail loudly.
You will come.
On a train no longer in service
without brakes nor engineer
train that rolls among the stars.
When you’ll disembark you won’t hug me.
You won’t tell me ‘I love you’.
You will only raise your arm
and tenderly you’ll rearrange…

View original post 129 more words

Tasos Livaditis/Translated by Manolis Aligizakis

cover

ΧΙΟΝΙ

 

Ήταν ο μόνος που είχα κι όμως ούτε καν τον γνώριζα — έφευγε

για καιρό κι όταν ξαναρχόταν “κάποτε θα γυρίσεις κι εσύ” μου `λεγε —

“αλλά δεν θάναι κανείς” ύστερα μου μιλούσε για το πράσιονο φόρεμα

της μητέρας του κι επέμενε στη λέξη πράσινο σα να υπερασπιζόταν

τον κόσμο κι άλλοτε γονάτιζε και ζητούσε συγχώρεση για τους

τόσους αιώνες θλίψης κι οι γυναίκες που κατέβηκαν αργότερα να

πλύνουν λησμονήθηκαν μες στη μεγάλη λάμψη κι όπως χιόνιζε

άνοιξα το Ευαγγέλιο

αλλά χιόνιζε κι εκεί.

 

 

 

SNOW

 

He was the only one I had although I couldn’t recognize him —

he would go away and come back “someday you’ll also return”

he said “but no one will be here” then he would talk to me of his

mother’s green dress and he emphasized the word green as if

he defended the whole world; other times he would kneel and ask

for forgiveness for the centuries of grief and the women who later

descended to do the laundry were forgotten in a great shine and

as it snowed I opened the Gospel

but it snowed in it as well.

 

 

TASOS LIVADITIS, translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, Vancouver, 2014

www.libroslibertad.com

www.manolisaligizakis.com