ΜΟΝΑΞΙΑ
Κι έδειξα τον πρώτο μου στίχο στο Δία
λεπτό δάχτυλο σαν τετράστιχο
και μάτια επίκεντρο που γίνονταν
καμπάνα που ήχησε τη μοναξιά της
που με πλατειά σόλα βημάτισα
στ’ ολόφρεσκο ανάβαθο νερό
ανακριβής η γραμμή του ορίζοντα
ύμνος αμείλικτα υμνούσε υμνοτικούς
εσπερινούς του νου μου διαδρόμους
που διέσχιζαν τ’ αρχαϊκό μου βάθος
πριν απ’ την παρουσία μου στον κόσμο
αέρια δηλητηριώδη που σκότωναν
τους στρατιώτες μου σαν διαταγές
παρασημοφορεμένων στρατηγών
και θάνατος που ευλόγησε τα χρόνια
τα μισερά των άτυχων, μοναξιά που γεύτηκα
ανάμεσά τους και στον πρώτο μου στίχο
Loneliness
And I showed Zeus my first verses
my finger-like delicate quatrain
and my eyes that became epicenter
bell that chimed its aloofness
and flat-footed I stepped into
the fresh and shallow water
the vague line of the horizon
merciless hymn was hymning hymnal
vespers alike hallways of my mind
traversing my archaic depths
before my advent into this world
caustic gases killed my soldiers
orders of generals for valor decorated
and death blessing the short years
of the unlucky, loneliness I felt
among them and in my first verse
SECOND ADVENT OF ZEUS, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2016.