ΕΛΕΝΗ
Ναί, ναί, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πιά δέν έρχεται. Κον-
τεύω
νά ξεχάσω τά λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ τό κα-
λοκαίρι
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες — κάτι θέλουν νά πούν, — ανοησίες.
Η μιά τους
έχει βγεί κιόλας έξω απ’ τό παράθυρο, τραβιέται, νά σπάσει τούς
κρίκους,
νά φύγει πάνω απ’ τά δέντρα, — ίσως κιόλας νά ζητάει νά τραβήξει
ολόκληρο τό σπίτι κάπου αλλού — μά τό σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες
τίς γωνιές του
καί μαζί του κ’ εγώ, παρ’ ότι νιώθω, εδώ καί μήνες, ελευθερωμένη
απ’ τούς νεκρούς μου κι απ’ τόν ίδιο τόν εαυτό μου, κι αυτή μου η
αντίσταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι τό μόνο δικό μου — ο δεσμός μου
μέ τούτο τό κρεββάτι, μέ τούτη τήν κουρτίνα — είναι κι ο φόβος
μου, σά νά κρατιέμαι
ολόσωμη απ’ αυτό τό δαχτυλίδι μέ…
View original post 392 more words