ΑΠΛΗ ΚΟΥΒΕΝΤΑ
Θάθελα να μιλήσω
απλά
όπως ξεκουμπώνει κανείς το πουκάμισό του
και δείχνει ένα παλιό σημάδι
όπως κρυώνει ο αγκώνας σου
γυρίζεις
και βλέπεις ότι είναι τρύπιος
όπως κάθεται στην πέτρα ένας σύντροφος και μπαλώνει
τη φανέλλα του.
Να μιλήσω αν μια μέρα ξαναγυρίσω
Κουβαλώντας μια βρώμικη καραβάνα γεμάτη ξενητειά
κουβαλώντας στις τσέπες μου δυο γροθιές σφιγμένες
να μιλήσω
απλά —
μονάχα μια στιγμή ν’ ακουμπήσω κάπου τα δεκανίκια μου.
Κάποτε ονειρευόμαστε να γίνουμε μεγάλοι ποιητές
μιλούσαμε για τον ήλιο.
Τώρα μας τρυπαει η καρδιά
σαν μια πρόκα στην αρβύλα μας.
Εκεί που άλλοτε λέγαμε: ουρανός, τώρα λέμε: κουράγιο.
Δεν είμαστε πια ποιοητές
παρά μονάχα
σύντροφοι
με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα.
Ο άνεμος που φωνάζει έξω απ΄τ΄αντίσκηνο
το συρματόπλεγμα καρφωμένο στην κοιλιά της νύχτας
μια λάμπα σπαμσένη
το πετρέλαιο που στάζει
SIMPLE TALK
I like to speak
in a simple way
as one unbuttons his shirt
and reveals an old wound
like your elbow which feels cold;
you look
and discover there is a hole in your garment
while the comrade sits on a rock and mends
his undershirt;
I like to speak of whether I may one day return
carrying a dirty mess-tin full of exile,
having in my pockets two tight fists;
to speak in a simple way
but give me a moment to put down my crutches.
We dreamed of becoming great poets once
we talked of the sun.
Now our heart pierces us
like a nail in our boot.
Once we said: sky, now we say: courage.
We aren’t poets anymore
only comrades
with big wounds and even bigger dreams.
The wind screams just outside our tent;
the barb wire is fastened on the belly of the night;
a broken oil lamp
with its dripping oil.