
ΣΚΙΑΧΤΡΟ
Γνώριζε την παράξενή μας προτροπή για βάσανα.
Μας άρεσε του ηττημένου ο στεναγμός, τα πρωινά
σημάδια που αφήναν τα πουλιά στο πέταγμά τους,
τ’ αυτιά μας απαλές μεμβράνες της καταιγίδας
το πανδαιμόνιο για να συλλάβουν, κι ακόμα θέλαμε
δίπλα σε γυναίκας βυζί να κοιμηθούμε τόσο κοντά
τον πόνο της να νιώσουμε, τόσο κοντά την αγωνία
της να γευτούμε κι όμως εκείνος, μόνος του τη γη
ολόκληρη με μια ματιά αγκάλιαζε σα να `θελε
με το τραγούδι του να τη μετουσιώσει κι εμείς ακόμα
γονατίζαμε μπροστά σε σκιάχτρα, με μάτια κατάμαυρα
κι άχυρο στα κεφάλια που μπρός και πίσω πηγαίναν,
μύθοι που πάνω τους στηρίξαμε την ύπαρξή μας.
SCARECROW
He knew our peculiar desire for suffering, as if
we preferred the sigh of defeated, signs left by birds
in their morning flight, our eardrums soft, ready
to capture the rapture of the thunderbolt, yet
we still wished to lay next to our woman’s breast
so close to feel her pain, so close to taste her
anguish and He, alone, encompassed the earth
seen by His irises with goal to transcend it at once,
while we still kneel before the scarecrow with
jet-black eyes and straw hair on his head that moved
fro and back, myths upon which we had based
our existence.