
ΟΙ ΦΙΛΟΙ
Δεν είναι η θύμηση των σκοτωμένων φίλων
που μου σκίζει τώρα τα σωθικά.
Είναι ο θρήνος για τουε χιλιάδες άγνωστους
που αφήσανε στα ράμφη των ππυλιών
τα σβησμένα μάτια τους
που σφίγγουνε στα παγωμένα χέρια τους
μια φούχτα κάλυκες κι αγκάθια.
Τους άγνωστους περαστικούς διαβάτες
που ποτέ μας δε μιλήσαμε
που μόνο κάποτε για λίγο κοιταχτήκαμε
όταν μας έδωσαν τη φωτιά του τσιγάρου τους
στο βραδινό δρόμο.
Τους χιλιάδες άγνωστους φίλους
που έδωσαν τη ζωή τους
για μένα.
FRIENDS
It’s not the memory of executed friends
that rips my viscera;
it’s the lament for the thousands of unknown
men who left their blinded eyes
for the talons of birds,
those who held tightly a handful
of empty shells and thorns in their frozen palms;
for the unknown passersby
to whom we never talked,
those we only gazed at for a moment
when they helped light our cigarette
in the twilight path;
for the thousand unknown friends
who gave their lives
for me.