
EXILE DIARIES
29 Οχτωβρίου 1948
Κοιμόμαστε λίγο — δεν μας φτάνει.
Όλη νύχτα ροχαλίζουν οι εξόριστοι —
κουρασμένα παιδιά, κουρασμένα;.
Απ’ όξω είναι τ’ αστέρια — πολύ μεγάλα αστέρια
κουρεμένα αστέρια που οι τρίχες τους φυτρώνουν άγριες
σαν το κεφάλι του Άη-Γιάννη του Προδρόμου
ή σαν του δικού μας Παναγιώτη.
Είναι και τα μικρά βατράχια μέσα στο φλισκούνι.
Το πρωί μας χτυπάει καταπρόσωπο ένας ρόδινος ήλιος
καθρεφτισμένος με τον πιο συνηθισμένο τρόπο στη θάλασσα πέρα
όμοιος μ’΄εκείνες τις φτηνές ελαιογραφίες που πουλούν
στα σκσλιά του Αρσακείου
κι είναι παράξενο που ένας τέτοιος ήλιος μας αρέσει.
Ένας-ένας, δυο-δυο, πολλές φορές και πιότεροι
σταματάμε στο προαύλιο ή στο λόφο και τον κοιτάμε.
Και τούτος ο ήλιος μας χτυπάει με δύναμη τα πρόσωπα
όπως εκείνος ο ξυπόλυτος χωριάτης ραβδίζει
τις μυγδαλιές; να πέσουν τα στερνά τους μύγδαλα.
Ύστερα σκύβουμ τα μάτια, κοιτάμε τα παπούτσια μας,
κοιτάμε το χώμα. Δεν έπεσε τίποτα.
29th of October 1948
We sleep a little, not enough;
the exiled snore all night long —
tired, very tired children.
Stars, very big stars gleam outside
tired stars with rough hairs
like the St John’s head
or like our Panagiotis’
and the small frogs on the dried mint leaves.
Each day our faces are hit by the rosy morning sun
reflected, in the simplest way, on the far away sea,
similar to those oil paintings they sell at the stairs
of the Arsakeio School
and it’s strange that we like such a sun;
one by one, two at a time, sometimes more than two
we stop in the courtyard or on the hill and gaze at it
and this sun hits our faces with such force
like the barefoot villager who whips
the almond trees to drop their last almonds to the ground.
Soon after, we lower our eyes, we focus on our shoes,
we look at the ground. Nothing has fallen.