Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι και παραπάνω το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη και παραπάνω ακόμη πολλὲς φορὲς το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτὰ ως τον ορίζοντα ως τον ουρανὸ που βασιλεύει.
Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά, να πιούμε νερὸ και να κοιμηθούμε. Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιὰ κι ανεξερεύνητη και ξεδιπλώνει μίαν απέραντη γαλήνη. Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα και το παίξαμε στα ζάρια. Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.
XII
Bottle in the pelagos
Three rocks, a few burnt up pines, a lonely chapel
Αλήθεια σου λέω, — ήμουν καλά εκεί πέρα. Συνήθισα. Εδώ δεν αντέχω· είναι πολύ το φως —μ’ αρρωσταίνει— απογυμνωτικό, απροσπέλαστο· όλα τα δείχνει και τα κρύβει· αλλάζει κάθε τόσο — δεν προφταίνεις· αλλάζεις· αισθάνεσαι το χρόνο που φεύγει — μια ατέλειωτη, κουραστική μετακίνηση· σπάζουν τα γυαλικά στη μετακόμιση, μένουν στο δρόμο, αστράφτουν· άλλοι πηδούν στη στεριά, άλλοι ανεβαίνουν στα πλοία· — όπως τότε, έρχονταν, φεύγαν οι επισκέπτες μας, έρχονταν άλλοι· μέναν για λίγο στους διαδρόμους οι μεγάλες βαλίτσες τους — μια ξένη μυρωδιά, ξένες χώρες, ξένα ονόματα, — το σπίτι δε μας ανήκε· — ήταν κι αυτό μια βαλίτσα μ’ εσώρουχα καινούρια, άγνωστά μας — μπορούσε κάποιος να την πάρει απ’ το πέτσινο χερούλι και να φύγει.
Εκείνο τον καιρό, χαιρόμασταν βέβαια. Μια κίνηση τότε έμοιαζε κάπως σαν ανέβασμα· — κάτι έρχονταν πάντα· και μόλο που και τότε φοβόμασταν πως θα ’φευγε, δεν ξέραμε ακόμη το κρυφό πήδημα του πλοίου απ’ τ’ άλλο μέρος του ορίζοντα ή του χελιδονιού και της αγριόχηνας απ’ τ’ άλλο μέρος του λόφου.
I was very well over there, truly, I got used to it.
Here I can’t endure the light; it sickens me, it’s
revealing, impassable; it shows as well as it hides
everything; it constantly changes, you never have
time for it, you change; you feel the fleeting time,
an endless tiring motion; the glassware break in
the move, they fall on the road, they shine; some
people jump to the land others climb onto the ships,
like that time, when our visitors came, then they left,
others came; their big suitcases were left in the hallway,
a strange foreign smell of foreign lands, foreign names,
the house didn’t belong to us, it was a suitcase too with
new undergarments, unfamiliar to us, one could grab it
by the handle and go away.
That time was very joyous, of course. Each movement
seemed somewhat as a rising, something would always
appear and although we were afraid of losing it we hadn’t
got familiar with the elusive move of a ship to the other
side of the horizon, nor that of the swallow or the wild
(Ένας νεαρός αξιωματικός της φρουράς είχε ζητήσει να γίνει δεκτός απ’ τη Δέσποινα του αρχοντικού. Ο πατέρας του δούλευε από παιδί στα κτήματά τους κι είχε γίνει κάτι σαν άνθρωπος του σπιτιού. Τώρα, γέροντας πια κι άρρωστος, στέλνει το γιο του μ’ ένα καλάθι φρούτα και μια γλάστρα βασιλικό, να φέρει τα σεβάσματά του και τον αποχαιρετισμό του στην τελευταία απόγονο της μεγάλης ξεκληρισμένης φαμίλιας. Η άδεια δόθηκε. Ο νεαρός αξιωματικός, με την εφαρμοστή στολή του, εύρωστος, όμορφος, με την καθάρια ελληνική εγκαρδιότητα της αγροτικής καταγωγής του, αλλά και μ’ έναν εμφανή γενικό αισθησιασμό —ασφαλώς καλλιεργημένον απ’ την επαφή του με τους ανθρώπους της πόλης κι απ’ την αργία των στρατώνων— μοιάζει ιδιαίτερα συγκινημένος, κολακευμένος και ερωτικά σχεδόν ταραγμένος μπροστά στην ευγενική αρχόντισσα την έντονα βαμμένη και σφιγμένη στον κορσέ της, που διατηρεί ωστόσο την αόριστη χάρη μιας μακρινής, σβησμένης ομορφιάς. Εκείνος αφήνει αδέξια στο πάτωμα το καλάθι και τη γλάστρα σα να ’κανε κάτι ανάρμοστο και μεταβιβάζει το μήνυμα του πατέρα του. Του προσφέρει κάθισμα απέναντι στο παράθυρο. Τον ρωτάει για την υγεία του πατέρα του, για τα κτήματα. Εκείνος μιλάει ατελείωτα για τη ζωή στους αγρούς, για τις σοδειές, τα δέντρα, τα ποτάμια, τ’ άλογα, τις αγελάδες. Εκείνη, παρότι αφηρημένη, επιδεικνύει υπερβολικό ενδιαφέρον για όλα, παρατηρώντας τα δυνατά, άβολα χέρια του πάνω στα γόνατά του. Όμορφο ανοιξιάτικο δειλινό. Το φως μπαίνει απ’ το ανοιχτό παράθυρο αχνορόδινο. Αργότερα γυρίζει στο πορτοκαλί, στο βιολετί, στο μενεξελί, ώς το βαθυγάλαζο. Απ’ τον κήπο ακούγονται τα πουλιά. Στιγμές στιγμές, κάποια ανταύγεια απ’ τα βαριά κοσμήματά της περνάει στα έπιπλα, στο μεγάλο καθρέφτη, στα τζάμια ή στο πρόσωπο του νέου, Άξαφνα, εκείνος σωπαίνει. Βραδιάζει. Μια ανεξήγητη σιγαλιά κι αναμονή, Κι ίσως γι’ ατό αρχίζει να μιλάει τώρα εκείνη σαν για να γεμίσει το κενό ή ν’ αποτρέψει την προσέγγιση κάτι άπρεπου κι αναπότρεπτου ωστόσο):
Στο καθολικό της ενετικής μονής του Αγίου Φραγκίσκου στην οδό Χάληδων στεγαζόταν μέχρι πρότινος ένα από τα ωραιότερα μουσεία της χώρας, το Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων, σε έναν ναό που μαρτυρείται ήδη το 1596. Μετατράπηκε επί Τουρκοκρατίας σε τζαμί, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών μετατράπηκε σε καφέ σαντάν, σε κινηματογράφο με το όνομα «Ιδαίον Άντρον» και, μετά τον πόλεμο, σε αποθήκη στρατιωτικών ειδών.
Quotes on Gita :‘If one reads Bhagavad-Gita very sincerely and with all seriousness, then by the grace of the Lord the reactions of his past misdeeds will not act upon him’Lord Shiva to Parvatidevi, Gita-Mahatmya.
No other philosophical or religious work reveals ,in such a lucid and profound way, the nature of consciousness, the self, the universe and the Supreme. I will shall read (Youtube Link Attached) and write Gita verses from the book “Bhagvan-Gita As It Is” by Swami Prabhupada everyday.
Bhagavad Gita – Chapter 2- Verse 25
Chapter 2 – Contents of the Gita Summarised
Text 25 – It is said that the soul is invisible, inconceivable and immutable. Knowing this, you should not grieve for the body.
Purport – As described previously, the magnitude of the soul is so small for our material calculation that he cannot be seen even by the most powerful microscope…