
YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ/PERSEPHONE
(Απόσπασμα V—Excerpt V)
Τρεις μήνες αργότερα
έστειλε στη μητέρα, από μια ξένη χώρα, ένα σωρό παλιά του ρούχα
για τους φτωχούς. Αμέσως αναγνώρισα το σώμα του. Ένα παντελόνι
το αφήσαν αρκετές ημέρες στην κρεμάστρα του διαδρόμου. Το κοιτούσα
ώρες ολόκληρες, τ’ άγγιζα με τα χέρια μου· σκεφτόμουν να το κλέψω,
να το κρύψω κάτω απ’ το στρώμα μου, να το φορέσω. Φοβόμουν. Μια μέρα,
έβαλα μια καρέκλα· ανέβηκα· έχωσα το πρόσωπό μου και το οσμιζόμουν.
Έπεσα απ’ την καρέκλα. Τρόμαξα. Δε χτύπησα. Με το θόρυβο τρέξαν.
Δεν είπα τίποτα. Καθόλου πόνος. Μια γεύση μονάχα βαθιάς αμαρτίας.
Το παντελόνι εκείνο το ’δωσαν σ’ ένα δικό μας υπηρέτη.
Ίσα ίσα του ερχόταν. Οι υπηρέτες (θα το ’χεις προσέξει)
έχουν έναν παράξενο δικό τους τρόπο, μια δική τους ζωή, ολότελα ξέχωρη,
κλειστή κι επίβουλη, παρόλη τη βουβή αφοσίωση, που δείχνουν,
παρόλο μάλιστα το σεβασμό τους· κάποια εχθρότητα κι αδηφαγία
στα μάτια τους, στα χείλια τους και, προπάντων, στα χέρια,
τα ρωμαλέα, τα αυστηρά, τα επιδέξια, τα αυτοέμπιστα,
βαριά, χοντροκομμένα σαν αρκούδες,
αργόπρεπα, παρότι τόσο σβέλτα, όταν ξύστριζαν τ’ άλογα,
όταν ζεύαν το αμάξι ή τεμαχίζαν ένα βόδι
ή κάρφωναν ένα τραπέζι ή σκάβανε τον κήπο —
Three months later he sent to mother, from a faraway
land, all his old cloths to be given to the poor. I recognized
his body at once. They left one of his pants for a few days
in the hallway closet. I’d stare at it for hours, touched it
with my hands; Thought of stealing it, hide it under my bed,
put it on. I was afraid. One day I put a chair, climbed, put
my face close to it, I smelled it. I fell off the chair. I was
so embarrassed. I didn’t hurt myself but, because of the noise,
they run to me. I didn’t say anything. I wasn’t hurting. I only
had the sense of a serious sin.
They gave that pair of pants to one of our servants. It fit him
nice; the servants have their ways, perhaps you noticed it,
their own way of life, enclosed and conniving, despite
the silent dedication they show, despite their respect,
they have some spite and greediness in their eyes, on their
lips and more so in their hands, which are strong, strict,
skillful, reliable, heavy, rough, slow and proud like a bear’s,
although nimble when they comb the horses, when they
unharness the cart or carve a bull or when they repair
the table or dig the garden.