
EXILE DIARIES
29 Οχτωβρίου 1948
Ανάμεσα στ’ αγκάθια και στα πεσμένα κόκκινα φύλλα
βρήκαμε μια γυμνή γαϊδουροκεφαλή —
ίσως και να `ναι το κεφάλι του καλοκαιριού
έτσι αφημένο στις βρεγμένες πέτρες
και γύρω του κάτι μικρά γαλάζια λουλούδια
που δεν ξέρουμε τ’ όνομα τους.
Άν φωνάξει κάποιος πίσω απ’ το φράχτη
η φωνή του κατακάθεται γρήγορα στο χώμα
σαν ένα χωνί από στρατσόχαρτο γεμάτο μαύρη σταφίδα.
Το βράδυ ακούμε πέρα στους λόφους
που αλλάζουν τον ξεφούσκωτο τροχό του φεγγαριού.
Αργότερα τα πράγματα ξαναβρίσκουν τη θέση τους
όπως βρίσκεις τυχαία στο προαύλιο
το καφφετί κουμπί του σακκακιού σου — και ξέρεις:
δεν είναι διόλου ένα κουμπί από τις στολές
των θεατρίνων του καλοκαιριού — όχι, διόλου —
ένα κοινότατο κουμπί που πρέπει να το ράψεις πάλι στο σακκάκι σου
μ’ εκείνη την αδέξια, ευγενική προσοχή
του πάντοτε μαθητευόμενου.
29th of October
We found the skull of a donkey’s head
among the thorns and the red fallen leaves
perhaps it’s the head of summer
left on the wet stones
with small light-blue flowers around it
the names of which we don’t know.
If one yells behind the fence
his voice settles speedily on the ground
like the starch paper cone filled with black raisins.
During the night we hear noise coming from the hill
where they change the deflated wheel of the moon.
Later things find their places again
as you by chance find the front courtyard
or the brown button of your coat, and you know:
it’s not the button of a theater actor’s uniform, not at all,
it’s just a regular button you need to sew on your coat
with that tender, clumsy care
of a perpetual apprentice.