
ΟΙ ΜΕΡΕΣ είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν, όταν ήρθαν αυτοί που
ξέρουν να περιμένουν
σαν την παρθενία, οι γυναίκες ταράχτηκαν κι έγειραν άξαφνα
όπως η υπομονή μες στον πολύν καιρό, εμείς ακουμπισμένοι στ’
αμόνια
κοιτάζαμε τήν πόλη ερημωμένη, κι ά, τί φριχτές σκηνές από πα-
νάρχαια γεγονότα,
κι όταν, στο γέρμα του ήλιου εκείνοι ξανάφυγαν και τα γαβγίσμα-
τα των σκυλιών
όλο και πιο πολύ μεγάλωναν την απόσταση, δεν έμεινε
παρά το μοναχικό άστρο κι η μυρουδιά που είχε το άχυρο
στην παιδική ηλικία.
THE DAYS had become longer when the ones who know how
to wait arrived
like virginity, women stirred and suddenly stooped
like patience in the infinity of time and we bowed over
the anvils and
we gazed the deserted city and yes the horrible images coming
from ancient events
and when at sundown those people left and the barking
of dogs
slowly made the distance longer only the lone star was left
and the odor of hay emitted from our childhood years.