
ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΩΝΑ
Το φεγγάρι μπήκε στο στρατώνα.
Ψαχούλεψε τις κουβέρτες των φαντάρων.
Έπιασε ένα γυμνό χέρι. Κοιμήσου.
Κάποιος παραμιλάει. Κάποιος ροχαλίζει.
Μια σκιά χειρονομεί στο μακρύ τοίχο.
Πέρασε το τελευταίο τραμ. Ησυχία.
Μπορεί όλοι αυτοί νάναι αύριο πεθαμένοι;
Μπορεί από τώρα κιόλας νάναι πεθαμένοι;
Ένας φαντάρος ξύπνησε.
Κοιτάζει γύρω μέ γυάλινα μάτια.
Μια κλωστή αίμα κρέμεται απ’ τα χείλη του φεγγαριού.
IN THE BARRACKS
The moon entered the barracks.
It rummaged in the soldiers’ blankets.
Touched an undressed arm. Go to sleep.
Someone talks in his sleep. Someone snores.
A shadow gestures on the long wall.
The last trolley bus went by. Quietness.
Can all these be dead tomorrow?
Can they be dead from right now?
A soldier woke up.
He looks around with glassy eyes.
A thread of blood hangs from the moon’s lips.