Εκείνο το πράσινο απόγεμα ο θάνατος είχε βάλει, στόχο την αυλή μου απ᾿ το νεκρό μου το παράθυρο με το βελούδινο μου μάτι τον έβλεπα να τριγυρνάει γύριζε και παράσταινε τον κουλουρτζή γύριζε και παράσταινε τον λαχειοπώλη και τα παιδιὰ τίποτα δεν υποπτεύονταν έπαιζαν με πιστόλια και τσίριζαν αυτὸς πάλι γύριζε και πλησίαζε και πάλι μάκραινε και έφευγε ύστερα ξαναρχόταν στο τέλος αγριεύτηκε άρχισε να ουρλιάζει έβαψε τα μάτια και τα νύχια του φούσκωσε τα βυζιά του άρχισε να μιλάει με ψιλὴ φωνὴ έκανε σα γυναίκα…
Έλα, υψηλή και υπερήφανη γλώσσα ν’ αφηγηθείς. Να πεις το τέλος της ιστορίας. Πόσο πολύ αγάπησεν ο ένας τον άλλο. Γιατί; Άρχοντες κι αρχόντισσες κι εσείς αρχοντοπούλες αναρωτιέστε γιατί; Ακούστε με. Είναι ο Χρόνος. Ο Χρόνος ο Επικυρίαρχος, ο Χρόνος ο Αυθέντης, ο Χρόνος ο Δυνάστης. Οι άμοιροι, είμαστε δεσμώτες του Χρόνου. Έλα, γλώσσα μου, να ιστορήσεις τη μοίρα μας. Ο άνθρωπος είναι υπήκοος του Χρόνου. Μικρός, θνητός και λίγος. Πώς ν’ αντέξει τη φθορά; Όταν αγαπάς, πώς ν’ αντέξεις το πρόσωπό του που καταποντίζεται στην ηλικία; Όταν αγαπάς, πώς ν’ αντέξεις τις πρώτες ρυτίδες της;
*Από τη συλλογή “Η Ιστορία της Λαίδης Οθέλλος” εκδόσεις Ίκαρος.