Autumn Leaves, by Manolis Aligizakis

ΣΤΑΛΛΕΣ

Ήταν ξημέρωμα όταν

στρέψαμε τα μάτια προς

το σκοτεινό σημείο του ορίζοντα

εκεί που σαν αγέρας

έστεκε η μοίρα μας

ανεξήγητη, απροσπέλαστη,

αδιάντροπα προκλητική,

και μόνο κείνος, με το ακρωτηριασμένο

μπράτσο αναστέναξε και πίσω

γύρισε να πάει προς στο σπίτι

στην ίδια την καρέκλα του να κάτσει

με μια τέτοιαν απίστευτη ηρεμία

λες κι είχε λύσει όλα του κόσμου

τα προβλήματα κι εμείς στέκαμε

με τα χέρια απλωμένα

βαριές να πέσουν στις παλάμες μας

οι στάλλες της πρώτης

φθινοπωριάτικης βροχής.

RAINDROPS

It was daybreak when we turned

our eyes toward the dark

spot of the horizon where

like the wind our fate stood

inexplicable, inaccessible

shamelessly challenging us and

only him, the one with

the severed arm sighed and

turned back to the house

to sit in his chair with

such calmness as if he had

solved all the world’s problems

though we kept our hands

extended that onto our palms

would fall heavy the drops

of the first autumn rain

Yannis Ritsos-Poems, Selected Books

YANNIS RITSOS-Poems, Selected Books, Volume I

Θυρωρείο/Caretaker’s Desk

Ο ΚΡΥΦΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ

Περίμεναν στην πλατεία. Είχαν στήσει στο κέντρο

μια πρόχειρη εξέδρα με σανίδια. Χάρτινα φανάρια,

χάρτινες σημαιούλες κρέμονταν στους στύλους.

Τ’ απόγευμα έπιασε μια δυνατή βροχή. Η πλατεία

γέμισε μαύρες ομπρέλες και βρεγμένα παπούτσια.

Τα πρόσωπα δεν φαίνονταν καθόλου. Βράδιασε.

Εκείνος που ήταν να μιλήσει, δεν ήρθε. Τότε,

αργά, με τάξη, ένας-ένας προχωρούσαν,

έκλειναν τις ομπρέλες τους, τις αποθέταν στην εξέδρα

κ’ έφευγαν στη βροχή κάτω απ’ τους φανοστάτες.

Μονάχα ο τελευταίος, με τη μεγάλη προσωπίδα,

απόμεινε φρουρώντας την εξέδρα, κρατώντας

κλειστή κ’ εκείνος την ομπρέλα του σαν ξιφολόγχη

ανάμεσα στις μουχλιασμένες χάρτινες σημαίες.

The Secret Guard

They waited in the plaza. They had erected

a makeshift platform in the middle. Paper lanterns

little paper flags hanging from the poles

In the afternoon a strong rain started. The plaza

got filled with black umbrellas and wet shoes

The faces weren’t visible at all It became dark

The one who was to give a speech didn’t come. Then

slowly in order one by one they went away

folding their umbrellas leaving them by the platform

and they left in the rain under the lampposts

Only the last one with the big mask

stayed guarding the platform also holding

his folded umbrella like a bayonet

amid the sopping paper flags

Το σπουδαίο βιβλίο των Ληκύθων παρουσιάζεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

ΕΛΛΑΣ

“Μέσα στους αρχαίους τάφους, όσοι ανοίγονται στην Αθήνα ή στην ύπαιθρο, ανάμεσα στα ελαιόδεντρα, τα αμπέλια και τις συκιές της Αττικής, βρίσκονται, βαλμένα από τα ευλαβικά χέρια των συγγενών του νεκρού δίπλα στο άψυχο σώμα του, μικρά αγγεία. Στις περιπτώσεις που δεν το έθαβαν, αλλά το παράδιναν στις φλόγες της πυράς, έρριχναν και τα αγγεία, αφού τα έσπαζαν πρώτα, στη φωτιά κι έτσι σώζονται μισοκαμένα μαζί με τα υπόλοιπα από τα κόκκαλα του νεκρού”.Έτσι ξεκινά το προλογικό της σημείωμα η αρχαιολόγος Σέμνη Καρούζου, σε μια σπάνια καλλιτεχνική έκδοση. Πρόκειται για τις δέκα λευκές ληκύθους του Μουσείου Αθηνών, το χαρακτικό magnum opus του Γιάννη Κεφαλληνού.

View original post 580 more words