
ΣΤΑΛΛΕΣ
Ήταν ξημέρωμα όταν
στρέψαμε τα μάτια προς
το σκοτεινό σημείο του ορίζοντα
εκεί που σαν αγέρας
έστεκε η μοίρα μας
ανεξήγητη, απροσπέλαστη,
αδιάντροπα προκλητική,
και μόνο κείνος, με το ακρωτηριασμένο
μπράτσο αναστέναξε και πίσω
γύρισε να πάει προς στο σπίτι
στην ίδια την καρέκλα του να κάτσει
με μια τέτοιαν απίστευτη ηρεμία
λες κι είχε λύσει όλα του κόσμου
τα προβλήματα κι εμείς στέκαμε
με τα χέρια απλωμένα
βαριές να πέσουν στις παλάμες μας
οι στάλλες της πρώτης
φθινοπωριάτικης βροχής.
RAINDROPS
It was daybreak when we turned
our eyes toward the dark
spot of the horizon where
like the wind our fate stood
inexplicable, inaccessible
shamelessly challenging us and
only him, the one with
the severed arm sighed and
turned back to the house
to sit in his chair with
such calmness as if he had
solved all the world’s problems
though we kept our hands
extended that onto our palms
would fall heavy the drops
of the first autumn rain