
Poem by Tasos LIvaditis
ΠΑΝΑΡΧΑΙΗ ΑΝΤΙΔΙΚΙΑ
Θέλω να πω ότι κάθε νύχτα έπρεπε να τα παίζω όλα — και
μάλιστα χωρίς να `ναι κανείς στην άλλη πλευρά του τραπεζιού —
κανείς; αστείοι που είμαστε — αντίκρυ μου εκεί, κάθε νύχτα, στέκε-
ται ο Θεός, εγώ προσπαθώ να του ξεφύγω, εφευρίσκω πανουργίες
θανάσιμα αμαρτήματα, κάνω αποτρόπαιες σκέψεις, αλλά Εκείνος
με διεκδικεί ολόκληρο, λυσσάω που δεν μπορώ να βρω μια υπεκφυ-
γή, μια διέξοδο…
Ώσπου αρχίζει να ξημερώνει. Ανοίγω τότε το παράθυρο και
άθελά μου χαμογελώ. Ο Θεός, για μια ακόμα φορά, με κέρδισε με
την καινούργια μέρα του.
ANCIENT CONTROVERSY
I mean to say that every night I had to gamble everything and
indeed with no one at the other side of the table — no one? How
funny are we — opposite me, there, every night God stood. I try to
escape Him; I device schemes, deadly sins, I think out of the world
thoughts but He claims the whole of me; I rage that I can’t find an
excuse, a way out.
Until dawn comes. Then I open the window and unconsciously
smile. God for another time has won me over with His new day.