
YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ/PERSEPHONE
(Απόσπασμα//excerpt)
Εκείνος είναι η μεγάλη, σκοτεινή βεβαιότητα — η μόνη. Κατηφής πάντα
με τα χοντρά του φρύδια να του κρύβουν τα μάτια,
τόσον όρθιος, κι ωστόσο σα σκυμμένος,
κλεισμένος στον εαυτό του, μες στο τρίχωμά του, αόρατος σχεδόν,
δαγκώνοντας ένα φύλλο ή καπνίζοντας την πήλινη πίπα του
κι η μικρή φλόγα να φωτίζει απ’ τα κάτω τα ρουθούνια του
σα ν’ αστράφτει μακριά σ’ ένα έρημο, σάρκινο τοπίο,
ένα τοπίο απορροφητικό· — μ’ απορροφούσε.
Στον τυφλό τοίχο του υπογείου
ήταν δυο χάλκινοι κρίκοι κρεμασμένοι. Γυαλίζαν
μ’ ένα φως μυστικό, μαυροπράσινο· — ίσως εκεί να γυμναζόταν κάποιος
ή να κρεμάστηκε ένας όμορφος νέος. Μ’ άρεσε να τους βλέπω —
δυο τρύπες ανοιχτές στο πουθενά — της γέμιζα μ’ ό,τι ήθελα.
He was the endless dark certainty, the only one.
Always sullen with his thick eyebrows hiding
his eyes, so straight, vertical, and yet as if stooping,
self-enclosed, in his hair almost invisible, biting
a leaf or smoking his clay pipe, and the little fire
shone his nostrils from under up as if he gleamed
far away in a deserted fleshy and inviting landscape,
he imbibed me. Two bronze hooks hanged off
the blind basement wall. They shone in a mystical
green-black color; perhaps someone trained there or
perhaps a handsome young man hanged himself there.
I enjoyed looking at them: two open holes leading
to nothing, I could fill them with whatever I wished.