
YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III
AJAX
(Ένας μεγαλόσωμος, πολυδύναμος άντρας κείτεται χάμου στο πάτωμα, ανάμεσα σε σπασμένα πιατικά, κατσαρόλες, σφαγμένα ζώα, γάτες, σκυλιά, κότες, αρνιά, κατσίκια, ένα άσπρο κριάρι δεμένο όρθιο στον πάσσαλο, ένα γαϊδούρι, δυο άλογα. Φοράει μιαν άσπρη νυχτικιά σκισμένη, καταματωμένη —κάτι σαν αρχαίος χιτώνας— που αφήνει ακάλυπτο σχεδόν το ρωμαλέο του σώμα. Δείχνει κουρασμένος, σαν μόλις να συνέρχεται από ολονύχτιο μεθύσι. Στο πρόσωπό του μια έκφραση ανημπόριας και θλίψης, ολότελα αταίριαστη, και μάλιστα ανάρμοστη, με τις σωματικές του διαστάσεις, τους προτεταμένους μυώνες στους βραχίονες, στους μηρούς, στις κνήμες. Μια γυναίκα, με ξαφνικά χαρακτηριστικά, χλωμή, ξαγρυπνισμένη, τρομαγμένη, κι ίσως μυστικά οργισμένη, στέκεται αμίλητη μπροστά στην πόρτα. Η στάση της κάπως παράξενη — σα να κρύβει πίσω της ένα μικρό παιδί. Έχει ξημερώσει απ’ ώρα. Έξω θα πρέπει να ’χει δυνατό φως. Εδώ, μια άρρωστη ανταύγεια σέρνεται στους τοίχους απ’ τις κλεισμένες γρίλιες. Ακούγονται στο δρόμο φωνές απ’ τους οπωροπώλες, τους τροχιστάδες, τους ιχθυοπώλες, και λίγο πιο κάτω στ’ ακρογιάλι φωνές ναυτών που πλένουν και συγυρίζουν τ’ αραγμένα καράβια. Ο άντρας ασάλευτος καταγής. Δεν ξέρεις πού κοιτάει, τί βλέπει. Μιλάει αργά, κουρασμένα και πότε πότε πυρετικά ή και κάπως φοβισμένα):
A huge, strong man is laying down on the floor amid the broken
plates, casseroles, slaughtered animals, cats, dogs, chicken,
lambs, goats, a white ram tied to a pole, a donkey, two horses.
He wears a white, ripped, full of blood overall, like an ancient
chiton that leaves all his robust body uncovered. He looks tired
as if recovering from an all night long drunkenness. There are
signs of incapacitation and sadness on his face, totally unsuitable
to his huge body, his muscly arms, thighs, legs. One woman with
surprised, pale, tired, frightened, and perhaps angry facial
characteristics stands silently in front of the door. She stands
in a strange way as if to protect a child behind her. It has been
daylight for a while. There must be a very bright light outside.
Inside here a sick reflection comes through the shut blinds and
crawls on the walls. The voices of the fruit sellers, fishermen,
knives sharpeners are heard outside and a bit further at the shore
you hear the voices of seaman who wash and tidy the moored ships.
The man stays motionless. You don’t know where he looks. He
speaks in a slow, tired and somewhat feverish voice as if scared.