
Tasos Livaditis-Poems, Volume II
POEMS 1958-1964
Το Υπόγειο
Άν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Εγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος
μέσα σε τούτο το υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλο-
σύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω — ά εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώ-
σεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ώ ήττες, συντρόφισες μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.
Basement
If one day God started counting what He created:
stars, birds, seeds, rains, mothers, hills,
He would perhaps finish sometime. I sit here,
all alone, in this damp basement while it rains
outside and I count all my mistakes, the battles
I fought, the thirst, the give ins
I count my evil acts, somewhat admirable,
my good deeds
often boasted by luck, I count and I don’t finish
while you,
humiliations and dead weight of my soul,
important, nourishing bread of my eternal pain,
all freshness of the future, sing in my joints
when the hunger of thousands of my poor ancestors
chokes my throat
and oh defeats, my companions, you have
momentarily delivered me from the fear of defeat.
I am also a God in my cosmos, in this damp basement,
while it rains outside,
an undecipherable, endless and unforeseen cosmos
a not immortal God at all and
for this I shiver as I long for each and every
one of my unrepeatable moments.