
Long and narrow rusted table
hardly stands motionless
bleached out tablecloth as though
thrown in debts of river for a long time
cloth faded like her eyes gazing agony
of the sea to reach the foreign land
where her son has vanished
shade of grapevine thick like a sin
harsh like a thought pounding
her memory to give birth to new light
when he brings two plates, trembling
hands pour wine in two glasses,
small plate with olives, piece of feta
the sigh expertly camouflaged by his smile
as the lone cicada insists to disturb
monologue of their loneliness
when he finally sits next to her
above them the grapevine smiles
as his calloused fingers touch
her wrinkled hand and the sun
somewhere higher than everybody
roars in laughter when the old man says
“you forgot to make the salad”
In memory of my parents
in their late years of life in the village
Ζευγάρι Γερόντων
Στενόμακρο τραπεζάκι που
με δυσκολία στέκεται ακίνητο,
τραπεζομάντι λο σαν
να το πέταξαν στο βάθος ποταμού
ξεθωριασμένο σαν τα μάτια της
να κοιτούν την αγωνία της θάλασσας
που οδηγεί στην ξενιτειά που ο γιος τ ης ζει.
Ίσκιος κληματαριάς βαθύπνοος
και σκληρός σαν αμαρτία,
αμείλιχτος σαν σκέψη που σφυρηλατεί
τη θύμησή τ ης για να ξαναγενν ήσει φώς
κι εκείνος φέρνει τα δυο πιάτα,
το κρασί που τα τρεμάμενά του χέρια βάζουν
σ τα ποτήρια, πιατάκι ελιές, ένα κομμάτι φέτα
κι ο στεναγμός απλά μασκαρεμ ένος με το χαμογέλιο
κι απο του τζίτζικα την επιμονή να διακόπτει
της μοναξιάς τους το μονόλογο
όταν επιτέλους κάθεται δίπλα της.
Πάνωθέ τους η κληματαριά γελά
σαν τα ροζιασμένα δάχ τυλά του
αγγίζουν τις ρυτίδες του χεριού της κι ο ήλιος
κάπου ψηλότερα ξεκαρδίζεται στα γέλια
που τ ης λέει… ξέχασες να κόψεις τη σαλάτα.
‘Aφιερωμένο στους γονείς μου που ζήσαν τα γ ηρατειά τους στο χωριό’