
ΔΙΠΛΗ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΗ
Το ανεπαρκές, το ατελείωτο, το επαναλαμβανόμενο
Αυτό που ξαναρχίζει ανόρεξα, αυτό που τελειώνει χωρίς τέλος—
Κάποτε, ο ίδιος αυτός το `χε ονομάσει ανεξάντλητο. Τώρα
Κρατάει στα δόντια του πολλά καρφιά (η αιχμή τους προς τα έξω)
σ’ έναν άγριο κι αστείο μορφασμό. Δεν τον κοιτώ. Ακουμπάω
τα δυο μου χέρια απλωτά στο μακρύ σανιδένιο τραπέζι.
Double Disguise
The insufficient the endless the reoccurring
the one starting all over half-hearted what ends without end –
once he himself had named it inexhaustible now
he keeps a lot of nails in his teeth (pointy side outward)
in a wild and funny grimace I don’t look at him I extend
my two arms spread on the long steel table