
Athens
Cement cubicles
securing, enclosing, keeping
imprisoned worlds
a smoking barbeque
man holding a spoon
stands next to his shadow that
uplifts his stature
in the glare of sun taking him hostage
sparrow hops on the railing
miracle hoping for hopelessness
of forthcoming breeze
man begging for direction in
the cacophony of concrete declaring
values in cubic meters in this
cement city with eons under its skin
captive of the merciless light
while ghosts of trees meditate
on the value of green
and the man cooks his evening meal
with endless fortitude that absolves
all matters in the presence of hunger
Αθήνα
Τσιμεντένια δωματιάκια
ασφαλιζουν, εγκλείνουν, διατηρούν
φυλακισμένους κόσμους
καπνός ψησταριάς
άντρας κρατώντας το πηρούνι
στέκεται δίπλα στον ίσκιο του
κι υψώνει το ανάστημα του
στη λάμψη του ήλιου
που τον κρατάει όμηρο
σπουργίτης πηδά στο κικλίδωμα
ελπίζοντας ανέλπιδα για θαύμα
πιθανής ερχόμενης δροσιάς
κι ο άντρας αποζητά σκοπό
απ την κακοφωνία του τσιμεντένιου κόσμου
αξία μετρούμενη σε κυβικά μέτρα
σ’ αυτή την πόλη μ’ αιώνες κάτω απ’ το δέρμα
αιχμάλωτη του αδυσώπητου καύσωνα
φαντάσματα δέντρων διαλογίζονται
περί πρασίνου και της αξίας του
κι ο άντρας ψήνει το βραδινό του
με την καρτερικότητα που εξαφανίζει
τα πάντα παρουσία της πείνας