
POEMS 1958-1964
Ο ΑΛΛΟΣ
Το σχέδιο ήταν προετοιμασμένο από καιρό, το πιστόλι
αγορασμένο — θα τον σκότωνα οπωσδήποτε. Ένα γράμμα,
όχι επεξηγηματικό, μα σχεδόν, χαιρέκακο γι’ αυτόν τον τι-
ποτένιο, που χρόνια, τώρα, εξουσίαζε τη ζωή μου. Πώς άρ-
χισε, που ήταν αδύνατο να θυμηθώ, ο Άλλος, τόσο γλυκο-
μίλητος στην αρχή, τα μάτια του μεγάλα κ΄ έκπληχτα, σχεδόν
ποιητικά. Κι όμως, σε λίγο, θάδειχνε το αληθινό του
πρόσωπο, διεστραμένος ως το κόκκαλο, μ’ έσπρωξε μια νύ-
χτα στου πιο αγαπημένου φίλου τη γυναίκα, χρησιμοποιούσε
τρόπους σατανικούς, όλες οι ραδιουργίες του ήταν γνωστές,
φώλιαζε μέσα του το φθόνο, ή την τύψη για εγκλήματα
που δεν είχα κάνει, θυμάμαι, μάλιστα, παιδί, που ο Άλλος
μ’ έβαζε να κλέβω τα βιβλία των συμμαθητών μου, έτσι, μόνο
και μόνο για να ταπεινώνομαι απ’ την ντροπή. Δεν υπήρχε
σκέψη ποταπή που να μην την έχωνε, με ηδονή, σαν ένα
μαχαίρι, μέσα στο μυαλό μου. Μούστελνε όνειρα φριχτά: την
πεθαμένη μητέρα μου γυμνή, με παγίδευε σε καταστάσεις
αλλόκοτες, να θέλω νάμαι βασιλιάς, κ’ ύστερα να βγαίνω απ’
τις ονειροπολήσεις, πραγματικά σαν ένας βασιλιάς που τά-
χασε όλα ξαφνικά. Μ’ έβαζε να χτυπάω τις πόρνες, να δει-
λιάζω στο πολύ φως, στο γέλιο ενός ανθρώπου στη γωνιά του
δρόμου, μ’ έκανε, με μια ακρίβεια μαθηματική, να το νοιώ-
θω σα δική μου προσβολή. Κι ενώ φοβόμουνα τους άλ-
λους, μ’έσπρωχνε να εξομολογιέμαι τα ακατανόμαστα της
ψυχής. Κι όταν αυτό δεν τούφτανε, μ’ έριχνε στα πόδια
τους, να τους ζητάω να με συχωρέσουν. «Λυπήσου με» φώ-
ναζα καμμιά φορά τις νύχτες, μα ο Άλλος, με τη διαβολική
σιωπή του, μ’ άφηνε να κλαίω ώρες, για δόξες που δεν ήρ-
θαν, για θυσίες που δεν μπόρεσα, ή μ’ ένα χαρτοκόπτη να
βγάζω τα μάτια φανταστικών γυναικών. Κι άλλοτε μ’ έστελνε
στο ανοιχτό παράθυρο μ’ έναν ίλιγγο ηδονικό — μόλις κατόρ-
θωνα, την τελευταία στιγμή να κρατηθώ απ’ το περβάζι. Μα
τί ήθελε, λοιπόν; Γιατί μ’ έβαζε αλύπητα να ντροπιάζω τον
εαυτό μου; Τί είχε να κερδίσει; Μια νύχτα, μάλιστα, νύχτα
τρομαχτική, πριν λίγες μέρες η αγαπημένη μου είχε για πά-
ντα φύγει, ο Άλλος, με την εγκληματική του ιδιοφυϊα, βρήκε
ένα καινούργιο τρόπο: μ’ έβαλε να γδυθώ και να φορέσω
τα εσώρουχα της, κ’ εκεί, μες στο μισόφωτο, να φαντάζομαι
πως είμαι εκείνη, να θέλω απεγνωσμένα να γίνω εκείνη —
για να υπάρξει λίγο ακόμα, εδώ, μέσα σ’ αυτήν την κάμαρα
πούχαμε ζήσει μιαν ατέλειωτη ευτυχία. Δεν έλειπε παρά ο
φόνος. Ώσπου άρχισε να τον σταλάζει ακατανίκητα, κ’ εκεί-
νον μέσα μου. «Το αίμα είναι μια ηδονή, σαν το αλκοόλ»,
μούλεγε σιγανά, «ένα σώμα νεκρό είναι κάτι δικό σου —
και δικό σου, ηλίθιε, δεν είχες ποτέ τίποτα, ποτέ». Τότε,
κατάλαβα μονομιάς, ότι για πρώτη φορά, ο Άλλος θάταν
ο χαμένος, εδώ είχε ξεγελαστεί, τον κρατούσα πια. Αγόρασα
το πιστόλι, κ’ έτοιμος από καιρό, τον περιμένω. Δεν μπορεί
να μου ξεφύγει: το κλειδί του σπιτιού του είναι μες στην
τσέπη μου, και το πρόσωπο του μες το πρόσωπο μου.
The Other
I had put the plan together for a while, the gun was
in place, I had surely decided to kill him. A letter, not
explanatory, but mostly spiteful for this wretched man
who had controlled my life for a long time. I don’t
remember how all this started; the Other, such sweet talker,
in the beginning, with his large surprisingly poetic eyes.
Yet in a while, he showed his true self: a pervert to the
bone. One night he pushed me in the arms of my friend’s
woman, he connived all diabolical ways, all craftiness
known to him, he instilled hatred in me or the regret
for crimes I hadn’t committed, in fact, I remember when
I was a child the Other convinced me to steal the books
of my friend so I would humiliate and embarrass
myself. There wasn’t any crooked scheme that he
wouldn’t lustily, like a sharp knife, push in my mind.
He gave me horrible dreams: my mother naked; he
trapped me in strange situations: the desire to be king
and then to come out of my daydreams like a true king
who had suddenly lost everything. He pushed me to
slap the prostitutes, to feel afraid of the bright lights,
the laughter of the man at the street corner; he made me
feel, with mathematical accuracy, that that laughter was
my personal embarrassment. And while I was afraid
of others, he urged me to confess to the unnamed sins
of my soul. And as if this wasn’t enough, he pushed me
down to my knees to beg of his forgiveness.
“Have mercy on me” I cried many a time during the nights
but the Other, diabolically silent, let me cry for hours
about glory that I didn’t receive, about sacrifices that
I didn’t make or using a paper trimmer, he forced me
to blind all my imaginary women. Other times he pushed me,
with an erotic vertigo, through the window and I hardly
managed to get hold of myself by grabbing onto the window
frame. But what did he want after all? Why he pushed me
to humiliate myself so much? What was he to gain? In
fact, one horrible night, just a few days after my beloved
passed on, the Other, with his murderous imagination,
forced me to undress and put on her undergarments,
there in the dimmed light to imagine desperately that
I was her, so she could be alive a bit longer, here
in this room where we had lived our endless happiness.
Murder was the only missing thing. Until he managed
to instill it inside of me too. Blood is as lustful as
alcohol he told me in a low tone voice, a dead body
belongs to you that you, stupid, never ever had. Then,
at once I understood that the Other was once more
the loser; at this point he was fooled, I had him
by the balls. So I bought the gun and ready now
I’m waiting for him. He can’t escape me: the key
of his house is in my pocket and his face on my face.