
POEMS 1958-1964
ΕΡΩΤΑΣ
Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον
εαυατό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρ-
θήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες,
ματωμένοι, βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί, που λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέ-
πουν φώτα, κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματα τους σα δυο μεγάλα ψαρο-
κόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού.
Eros
They battled it out all night long to save themselves
from themselves
they bit each other, their nails retained pieces of skin;
they scratched each other
like defenseless enemies; at one moment, as if crazy,
they screamed like castaways
who, just before they drown, feel they see faraway
lights.
When dawn came their bodies resembled two big
fish bones
washed out on the shore of a new futile morning.