Yannis Ritsos-Moonlight Sonata

YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books

Moonlight Sonata

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του 
Αϊ-Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο 
άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι που ‘ναι σα μια 
μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων – 
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που 
μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα,
έτσι λευκή κι απρόσιτη ν’ ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα,
στη λευκότητα του σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τ’ αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ’ τη 
δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ’ βλεπα)
– ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις, σου
φτάνει ο θαυμασμός σου, –
θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση 
αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δρόμος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς 
τα κάτω. – Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου .

We shall stop for a while at the top of the marble stairs

of Saint Nicolas

then you will go down the road and I’ll return

having on my left side the warmth from touching your coat

by chance

and even some square lights from the small neighborhood

windows

and this snow white vapor from the moon that resembles a big

procession of silver swans –

and I don’t fear this expression because during

many spring nights I talked to God who appeared to me

dressed in the haze and glory of moonlight such as this

and I sacrificed to Him many young men even more handsome

than you

thus white and unreachable I became vapor in my white flame

in the whiteness of moonlight

conflagrated by the insatiable eyes of men and by the hesitant

ecstasy of ephebes

besieged by graceful sunburned bodies

vigorous limbs trained in swimming in oaring in gymnastics

and football (though I pretended I didn’t notice)

foreheads lips and necks knees fingers and eyes

chests and arms and thighs (and truly I didn’t notice them)

– you know sometimes in admiring you forget what you

admire

your admiration is enough –

my god what eyes filled with stars and I rose in an apotheosis

of denied stars

because besieged as I was from outside and from within

I had no other path but only upward or downward

– no it’s not enough

Let me come with you

Ithaca 520

I want to be everything in love

I want to be everything in love
the lover
the beloved
dizziness
the breeze
the reflecting water
and that white cloud
vaporous
indecisive
that covers us for an instant.

ΘΕΛΩ ΝΑ `ΜΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΣΕ ΟΛΑ

Θέλω να `μαι η αγάπη σε όλα

στον εραστή

η λατρευτή

ζάλη

η αύρα

ο καθρέφτης του νερού

κι εκείνο τ’ άσπρο σύνεφο

ατμός

αναποφάσιστος

που στιγμιαία σε καλύπτει

BORDERS

 I was the cloud
 and the rain
  and the sea
   and I want to be the moon
   and the wall
     and you.


ΣΥΝΟΡΑ

Ήμουν το σύννεφο

κι η βροχή

κι η θάλασσα

και θέλω να γίνω το φεγγάρι

κι ο τοίχος

κι εσύ

Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη//Translated by Manolis Aligizakis


                          Claribel Alegría, Nicaragua (1924 – 2018)

William Carlos Wiliams, Willow Poem / Το ποίημα της ιτιάς

To Koskino

willowleaf

It is a willow when summer is over,
a willow by the river
from which no leaf has fallen nor
bitten by the sun
turned orange or crimson.
The leaves cling and grow paler,
swing and grow paler
over the swirling waters of the river
as if loth to let go,
they are so cool, so drunk with
the swirl of the wind and of the river –
oblivious to winter,
the last to let go and fall
into the water and on the ground.

Το ποίημα της ιτιάς

Είναι μια ιτιά, όταν το καλοκαίρι έχει τελειώσει,
μια ιτιά δίπλα στο ποτάμι
απ’ όπου ούτε φύλλο δεν έχει πέσει ούτε
έχει χτυπηθεί απ’ τον ήλιο
έγινε πορτοκαλί ή βυσσινί.
Τα φύλλα κολούν μεταξύ τους και γίνονται πιο χλωμά,
αιωρούνται και γίνονται πιο χλωμά
πάνω από τα στροβιλίζοντα νερά του ποταμού
σαν να αφήνονται να κυλήσουν απρόθυμα,
είναι τόσο δροσερά, τόσο…

View original post 27 more words

Σταύρος Ζαφειρίου: Επί της ουσίας (10)

Βίκυ Παπαπροδρόμου: ό,τι πολύ αγάπησα (ποίηση, πεζογραφία & μουσική)

Επί της ουσίας (10)

Δεν σ’ εγκαλώ. Όπως η φρίκη έχει αποδείξει,
η θεουργία του κακού είναι η δεσπόζουσα
σε μια ωραιοπαθή δημιουργία
(όμως, εκεί όπου τελειώνει ο αφορισμός
αρχίζει ο κλιβανισμός των καταιονισμένων).

Μα, ας μη μιλήσουμε ξανά για θεωρίες,
για ερμηνείες που εκθλίβουν το κοινότοπο
απ’ τα υπολείμματα των παρακρούσεών του.

Ή, αν μιλήσουμε,
ας πούμε για τον εθισμό
των δίποδων στο αίμα των σφαγείων.
(Στο τέλος, βέβαια, αυτό που απομένει
είναι η αποφορά που κουβαλούν οι σφάχτες στο πετσί τους
και το σκοτάδι
μιας γλώσσας άτοπης κι ακρωτηριασμένης.)

[Προσπαθώ να καταλάβω την Άρεντ και δεν τα καταφέρνω. Πασχίζω να εννοήσω αυτές τις «συνθήκες» που επικαλείται (βλ. σχετικό motto), κάτω από τις οποίες ένα σωρό «φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί» Άιχμαν όχι απλώς έπραξαν, και εξακολουθούν να πράττουν, το κακό αλλά κυρίως: «αδυνατούν να ξέρουν και να νιώθουν πως κάνουν κάτι κακό», και δεν τα καταφέρνω. Και να δεχτούμε…

View original post 529 more words