Yannis Ritsos-Poems, Selected Books

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Οι τελευταίοι παραθεριστές κάθονται μπρος στα παράθυρα με

       σταυρωμένα χέρια,

οι λίγοι ερωτευμένοι και τα ξερά φύλλα κάθονται στους πάγκους

       τνν κήπων.

Όταν ακούστηκε στο δρόμο η άμαξα,

κανένας δεν κατέβηκε ν’ ανοίξει

μόνο στην πόρτα βγήκε ένα σκυλί

και κοίταξε κατάματα το απόγευμα.

Ίσως και νάτανε κει μέσα η άρρωστη κυρία

που πάντα κρυώνει σφίγγοντας πάνω στα γόνατα της

ένα μπουκέτο μενεξέδες.

Αυτή είταν,—είπε ο ξενοδόχος κ’ έφτυσε απ’ το παράθυρο.

Ύστερα σκούπισε τα χείλια του κ’ έκλεισε τα παντζούρια.

ON THE EVE OF AUTUMN

The last vacationers sit, crossed arms, in front

      of windows,

few lovers and dry leaves sit on the benches

      of the gardens.

When the coach was heard from the road,

no one went down to open

only a dog came out of the door

and looked straight in the eyes of the afternoon.

Perhaps she was in there, the sick lady

who is always cold and holds a bouquet of violets

on her knees.

It was her— the hotel manager said and spat out the window.

Then he wiped his lips and closed the shutters.

https://www.amazon.com/dp/1926763076

Übermensch

Μάρτυρας

     Κι οι αμαρτίες μας, για ποιο σκοπό;

     To σκοτάδι στον ουρανό καθόλου δε νοιαζόταν

αν διαφωνούσαμε, ασήμαντοι ικέτες, σε κουρασμένο

ώμο ο φόβος και η αγωνία σαν τα σπουργίτια κάθησαν  

στο δέντρο της πλατείας κι ο άντρας με τις πατερίτσες

γέλασε ειρωνικά στου ζαχαροπλαστείου τους πελάτες

και σήκωσε το αριστερό του χέρι σαν να `θελε να

τους πυροβολήσει, άσκοπη θρηνωδία να εκδικηθεί,

η κουκουβάγια μακρυά πέταξε, απούσα η σοφία,

μάρτυρας εικόνων περασμένων, κι ο άντρας χτύπησε

τον ίσκιο του στο χώμα και ξεφώνισε: ‘καλός είμαι,

αγνός είμαι, καθάριος σαν τον ίσκιο μου είμαι, αγνός

είμαι σαν τη σκιά μου, είμαι ο Υπεράνθρωπος!’

~Μου αρέσουν εκείνοι που θυσιάζουν τον εαυτό τους

 στη γη ώστε κάποτε να γίνει αυτή η πατρίδα

 του Υπεράνθρωπου.

Witness

And what about of our sins?

Darkness in the sky wouldn’t bother with our

sins or pleas, insignificant supplicants that we

were, fear and anguish rested on tired shoulders

like sparrows on the branches of the plaza tree

and the man with his crutches laughed at the cafe

patrons before he lifted his left arm as if to shoot

someone or to reprimand their pitiful lamentation.

Owl, witness of ancient images, flew away with

its wisdom, man hit his shadow with his crutch

and yelled, ‘I’m good, I’m pure, I’m clean like

my shadow, I’m pure like my shadow,

I’m Übermensch!’

I like those who sacrifice themselves on earth which

might become motherland of the Übermensch.

https://www.amazon.com/dp/B0BGFRGLVH

William Carlos Williams, Τρία ποιήματα

To Koskino

ΤΟ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟ LOCUST*

Μέσα
στο
πράσινο
άκαμπτο
γερασμένο
λαμπερό
σπασμένο
κλαδί
έλα
λευκέ
γλυκέ
Μάη
πάλι

*Το Locust είναι δένδρο της Βόρειας Αμερικής που λέγεται και ψευτοακακία.

*

ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ

Η μέρα ήταν παγωμένη
Θάψαμε το γατί.
Πήραμε ύστερα την κούτα του
Μ’ ένα σπίρτο την κάψαμε
Στην πίσω αυλή.
Οι ψύλλοι που γλιτώσανε
Την ταφή και την πυρά
Ψοφήσανε απ’ το κρύο.

*

ΠΟΙΗΜΑ

Καθώς η γάτα
σκαρφάλωνε στην
οροφή του
ντουλαπιού με την μαρμελάδα
πρώτα το δεξί
μπροστινό της πόδι
προσεχτικά
κι ύστερα το πισινό
κουτρουβαλιάστηκε
στο κενό
της άδειας
γλάστρας

*Μετάφραση: Τάσος Κόρφης.

View original post

Γιώργος Θέμελης: Ακολουθία (VIII)

Βίκυ Παπαπροδρόμου: ό,τι πολύ αγάπησα (ποίηση, πεζογραφία & μουσική)

Ακολουθία (VIII)

Κατέβηκα κάτω στους κήπους και είδα τα μοναχικά οστά.
Είπα: εμείς είμαστε, εμείς οι δυο, που αγκαλιαστήκαμε τόσο σφιχτά
Ανάμεσα σε τόσα σταυρωμένα χέρια, ασύντριφτα γόνατα.
Είπα: υπήρξαμε στο σύνορο της σβηστής φωτιάς, στην άκρη του κόσμου,
Σ’ αυτή την ακροθαλασσιά της πιο πυκνής προσδοκίας,
Στην αρχή αρχή, που δε γνωρίζει τέλος, μόνο κοιτάζει
Κατά την άλλη άκρη, κατά τη μεριά του φτερού και του κρίνου,
Περιμένοντας να διασχίσουμε την επικίνδυνη πλαγιά του ανέμου.

Όπως και να ’ναι από ίσκιους φτερών κατάγεται ο άνεμος
Κι η σκόνη απ’ τη γεωμετρία της περιπέτειας.

Η σκόνη σου έχει εμπιστοσύνη περιστεριού
Χτυπώντας το τζάμι της βροχής, αγγίζοντας το σήμαντρο
Των ημερών που γέμισαν χλωμή αμφιλύκη…

Από τη συλλογή Ακολουθία (1950) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

View original post