
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Γριά γυναίκα τώρα, πρόσφυγας
απ’ τα παλιά της νιάτα.
Χαριεντιστός γιαλός στην πόρτα της
και πέρα τα θαμπά βουνά
της χαμένης πατρίδας.
Τ’ απόβραδο στης αυλής την πεζούλα
τσεμπερωμένη κι αλλοτινή
ψάχνει ακόμα γιο και άντρα
στου κάτω κόσμου τις γειτονιές.
Η νύχτα αφέγγαρη και το κουνούπι
Φαρμακερό στο σκοτάδι.
Αχ και να φέγγανε λέει απόψε
οι γλόμποι της ροδιάς!
Nocturne
An old woman now, a refugee
from her long-gone days of youth.
At her doorstep flirts the sea
and beyond it the dim mountains
of the lost homeland.
At nightfall, on the courtyard stone bench,
olden-time and head kerchiefed
she searches still for husband and son
in the underworld neighbourhoods.
The night is moonless and mosquitoes
venomous in the dark.
Oh, if the globes
of the pomegranate tree
would only shine tonight!
*
ΤΗΣ ΛΥΓΕΡΗΣ
Φτερούγες κόρακα ιριδίζοντας
στην αντηλιά
λουσμένα δεντρολίβανο τα μαλλιά της
περήφανα ωραία
κυπαρισσένια…
View original post 181 more words