Τα παράθυρα της καθημερινότητας κουράστηκαν
Να μοιράζονται το ψωμί και τη θλίψη μας σκεπάζοντας το πρόσωπο.
Μονάχα τα παράθυρα της αγάπης αντέχουν στον άνεμο
Με την ανυπομονησία τους γεμάτην ήλιους και θάλασσα που δε βουίζει,
Γιατ’ έχει περάσει απ’ την ηχώ στην αφασία, από τη θύελλα
Στους κόλπους της νηνεμίας, κι έχει αποβάλει τη στολή
Μένοντας γυμνή κι αόρατη σαν τα θαλασσοπούλια του άλλοτε.
Όμως μιλεί την πιο δικιά της γλώσσα που δεν ακούγεται
Παρά μονάχα σε κάποιες σιωπές, σε κάποιες παύσεις με λευκά διαστήματα.
Μας συνοδεύουν τα παράθυρα της αγάπης γεμάτα αστερισμούς,
Ιχθύς, που σαλεύουν στο δέρμα τους χωρίς ν’ απλώνουν την κίνηση
Σαν ένα αυλάκι φευγάτου καραβιού στην πιο αβέβαιη επιφάνεια,
Χωρίς πτερύγια που ξεσηκώνουν τον άνεμο.
Όλα τούτα έγιναν διάφανα εμβλήματα πάνω στο στήθος τους,
Μυστικά σημεία μιας προσδοκίας που αναμένεται,
Για να γνωρίζονται, για να γνωρίζουν τον εαυτό τους, όταν σημάνουν τα σήμαντρα.