Yannis Ritsos-Poems, Selected Books

YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books

Η Ελένη/Helen

Εγώ τις κοίταζα σα να ’μουν στο θέατρο· — καθόλου ταπείνωση ή θλίψη
ούτε αγανάκτηση — πρός τί; Μονάχα επαναλάβαινα βαθιά μου:
«μια μέρα θα πεθάνουμε», ή μάλλον: «μια μέρα θα πεθάνετε» · κι αυτό
ήταν μια βέβαιη εκδίκηση και φόβος και παρηγοριά. Κοιτούσα
κατάματα το καθετί, με μια απερίγραπτη, απαθή καθαρότητα, σάμπως
να ’ταν τα μάτια μου ανεξάρτητα από μένα· κοιτούσα τα μάτια μου τα ίδια
να στέκουν ένα μέτρο μακριά απ’ το πρόσωπό μου, σαν τα τζάμια
ενός απόμακρου παράθυρου, που πίσωθέ τους κάποιος άλλος
κάθεται και παρατηρεί ό,τι γίνεται σ’ έναν άγνωστο δρόμο
με κλειστά καφενεία, φωτογραφεία, αρωματοπωλεία,
κι είχα την αίσθηση πως ένα ωραίο κρυστάλλινο φιαλίδιο
έσπασε, και το μύρο χύθηκε στη σκονισμένη προθήκη. Όσοι περνούσαν
κοντοστεκόνταν αόριστα, οσμίζονταν τον αέρα, κάτι αγαθό θυμούνταν
κι ύστερα χάνονταν πίσω απ’ τις πιπεριές ή στο βάθος του δρόμου.

I looked at them as if I were in a theater – never humiliated

           or grieved

not even indignation – what for? I only repeated deep

           inside me

“one day we shall die” or better “one day you will all die” and

           this

was a certain victory in revenge fear and consolation I looked at

everything straight in the eye with an indescribable apathetic

           clarity as if

my eyes were independent of me I looked at my own eyes

being just a meter away from my face like the glass

of a distant window behind which someone else sits and

observes whatever happens on an unknown street

with closed up cafes photo studios perfume shops

and I had the feeling that the beautiful small crystal bottle

broke and the myrrh spilled out in the dusty showcase

           Passers by

stood vaguely smelling the air they remembered something

           good

and then vanished behind the pepper trees or the end of the

           street

https://www.amazon.com/dp/1926763076

Tasos Livaditis – Poems, Volume II

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΣΧΟΛΙΟ

     Το ουσιώδες στη μικρή ιστορία μου ήταν μια μαύρη κουνιστή

πολυθρόνα — αλλά πού είναι τώρα το σπίτι, πού είναι η φρουτιέρα

με τα παλιά επισκεπτήρια, οι πετσέτες που πνίγαμε τα γέλια —

μόνον η λάμπα καίει ακόμα στην άδεια κάμαρα, σαν κάποιον που

συνομιλεί με τον εαυτό του αγνοώντας τους κινδύνους ή όπως μια

γυναίκα που δεν τη γνώρισες ποτέ κι όμως θα πρέπει κάποτε να

`χατε αγαπηθεί πολύ

     μες στην ατέλειωτη ερήμωση μιας μέρας του φθινοπώρου.

AUTUMNAL COMMENT

     The gist of my story was a black reclining chair — but

where is the house now? Where is the fruit bowl with the old

invitations, the napkins that concealed our laughter? — Only

the lamp is lit in the empty room like someone who talks

to himself, ignorant of the danger or like a woman you never

knew yet, once you must have fallen in love with her

     amid the endless loneliness of an autumnal day.

https://www.amazon.com/dp/1926763564

Ήταν η ανθρωποθυσία μέρος της ιεροπραξίας των αρχαίων Ελλήνων; (Μέρος Δ’)

ΕΛΛΑΣ

Στο παρόν τέταρτο και τελευταίο μέρος της συνέχειας της αναιρέσεως του ψεύδους περί ελληνικών ανθρωποθυσιών, παρουσιάζονται οι πλάνες των νεο-απολογητών περί του Λιβανίου, του Φιλοποιμένος, του Αθάμαντος και του Διονύσου. (Διαβάστε τα προηγούμενα μέρη: Α’, Β’, Γ’)

View original post 1,953 more words

Γιώργος Θέμελης: Δενδρόκηπος (IX)

Βίκυ Παπαπροδρόμου: ό,τι πολύ αγάπησα (ποίηση, πεζογραφία & μουσική)

Δενδρόκηπος

IX

Σφαλίστε πόρτες φυλάγοντας τα μυστικά.
Θα φύγουμ’ εμείς, θα μείνει η σιωπή.
Σφαλίστε παράθυρα καρτερεμένα,
Θα μείνει ο ακίνητος άνεμος.

Να λουστούμε, να πλύνουμε τα χέρια μας,
Να ’μαστε ωραίοι και καθαροί.

Αντίο, κατώφλι, του ποδιού έρωτ’ αμίλητε.

Σ’ όλα τα χέρια οι γνώριμες χειρονομίες.
Σ’ όλα τα πρόσωπα η αδιάκοπη ομορφιά.

Κανείς ας μην ανοίξει το στόμα να μας πει
Λόγια πικρά, τραγούδια λυπημένα.

Το χιλιοειπωμένο μάθημα της αγάπης.

Απλώνουμε το χέρι ν’ αποχαιρετίσουμε το φως,
Τη στέγη, τον καπνό, τον ήλιο που φεύγει.

Σιγά σιγά περνούμε προς την έξοδο.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955) του Γιώργου Θέμελη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γιώργος Θέμελης

View original post

ένα έτσι, Η τρέλα είναι πάντα ένα σπίτι

To Koskino

Η τρέλα είναι πάντα ένα σπίτι
με αναμμένες όλες τις συσκευές
το ρεύμα να τρέχει στη διαπασών
τις βρύσες ανοιχτές
τα ρολόγια κολλημένα στην πιο κοινή ώρα
γατιά, σκυλιά να λυσσάνε
το μπαλκόνι να κρέμεται στην άβυσσο
άφθαρτοι τοίχοι, γυαλισμένα τζάμια
ευγραμμισμένα έπιπλα, στρωμμένα κρεβάτια
τακτοποιημένοι λογαριασμοί
το κλειδί στην πόρτα
ένας ολόκληρος κόσμος
να περιμένει να μπει μέσα,
να ζήσει κι αυτός, να φάει, να γαμήσει
να χέσει, να δει τις ειδήσεις
να πει τα νέα του
να κάνει σχέδια για το μέλλον,
να αναβιώσει το παρελθόν
να σε πιάσει απ’ το λαιμό
να σε πετάξει στο δρόμο
να πας στο διάολο, να φύγεις
να μείνεις μόνος, μακριά από όλους
φοβισμένος, ήσυχος
πεινασμένος, κουρέλι, μόνος
ελεύθερος, βρωμιάρης, άρρωστος
κι ευτυχισμένος

*Στη φωτογραφία: John Gutman, The Cry (1933).

View original post