Neo-Hellene Poets, an Anthology of Modern Greek Poetry, 1750-2018

Poem by Andreas Laskaratos

IMAGE

Come, beloved image,

come, my wife, accompany me,

stay close forever,

protect me from life’s pitfalls.

My only guardian angel,

counsel my steps and keep them safe,

and if I lose my bearings,

come light the way before me

Your light sustains my virtue 

and preserves my faithfulness

because I know that you are mine

I feel you in my spirit

and know not how to call you,

whether my wife or my soul!

https://www.amazon.com/dp/1926763513

Yannis Ritsos – Poems, Volume II, Second Edition

FREEDOM

A big white room with wide open windows;

the white day entered the room,

it lay down on the mopped floor,

sat on the bamboo armchair,

laid its sunlit arms on the table,

drove off the triangular shadow of the broom from

           the corner.

The room turned white, the floor and the table too.

The white day sits by the open windows now and

           looks at itself.

We had turned into statues as if we were already dead.

But then, who made the statues and who

was looking at them?      

https://www.amazon.com/dp/B0851M9LTV

Γιώργος Γκανέλης, Δύο ποιήματα

To Koskino

Ο ΜΗΧΑΝΟΔΗΓΟΣ

Σήμερα είδα έναν άνθρωπο
με δυο στιλέτα στην καρδιά
δεν είχε καθόλου καύσιμα
κι όμως πετούσε στο χάος

Μου έδωσε την υπόσχεση
ότι θα με πάρει μαζί του
μετά έστριψε στη γωνία
εγώ μπήκα στο μετρό
και έγινα πειραματόζωο

Τι άλλο θέλεις να μάθεις;
Οι επιβάτες στη θέση τους
κι ο θάνατος μηχανοδηγός

*

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Άπαντες θα υποστούμε
έναν υποτιθέμενο πνιγμό
Άλλοι καταπίνοντας χώμα
κι άλλοι αναπνέοντας γκάζι

Στο τέλος θα μείνει μονάχα
ακρωτηριασμένο το βουνό
να πενθεί δίπλα σ’ ένα πιάνο
για όλα τα δέντρα που έχασε
κατά τη διάρκεια του έργου

*Από τη συλλογή “Ακτινογραφία θώρακος”, εκδ. Θράκα, 2019.

View original post

Γιώργος Θέμελης, Το πρώτο ξύπνημα

Βίκυ Παπαπροδρόμου: ό,τι πολύ αγάπησα (ποίηση, πεζογραφία & μουσική)

Β. Το πρώτο ξύπνημα

I. Μετά από τόση πτώση, τόση καταβύθιση

Δεν έχει μάτια να μας δει,
Δεν έχει μιλιά να μας μιλήσει.
Τα χείλη του έχουν τόση σιωπή.
Γεύεται, ψάχνει στα σκοτεινά.

(Δεν είν’ εδώ κανείς; Δεν έχει φως;)

Ως να ’χει πέσει μες σ’ ένα δίχτυ,
Ένα σύγνεφο, ένα ουράνιο τόξο.
Όπως το μακρινό πουλί ή το έντομο,
Που το ταλαιπωρεί μες στο βαθύ κενό ο αγέρας.

(Τα ζώα έχουν πιότερα για τον αγέρα και τον θάνατο∙
Οσμίζονται τα ίχνη του, ακούν τον ερχομό του.)

Ως να ’χει κατακαθίσει μες σε μια νύχτα.

II. Ένας καινούριος ήλιος ανατέλλει

Σαν τους νεκρούς, ότε ακούσονται της φωνής…

(Πώς να μαζέψουν τα σκόρπια κόκαλα
Μες από έρημους κήπους, κοιμητήρια.
Που να ’βρουν τα παλαιά τους μάτια τα σβηστά.)

Κάποιος έσκυψε, κάποιος φώναξε
Να γίνει φως, κι έγινε φως.

Μπαίνει σαν ένα εκθαμβωτικό περιστέρι,
Χτυπιέται εδώ κι εκεί, σχίζει το σύγνεφο.

Ξαναπαίζουν…

View original post 159 more words