Yannis Ritsos//Γιάννης Ρίτσος

11007741_1028336327180072_6866849738460871477_n

Παλιός εξαγνισμός

Κάτω, στα χαμηλά σπίτια με τις πεινασμένες γάτες,
τα βράδια πέφταν σιωπηλά στις αυλές. Άνάβαν τους λύχνους.
Οι γυναίκες κοιμόταν με τσ ρούχα. Οι άντρες
γυρνούσαν αργά—είχαν φάει στην ταβέρνα.

Εμάς δε μας έμενε τίποτα στη νύχτα. Κοιτούσαμε
μες στο σκοτάδι το παλιό φανάρι της κουζίνας
με τ’ αποφάγια του δείπνου. Το κοιτούσαμε επίμονα
ν’ αλλάξει σε κλουβί μ’ ένα αχαμνό καναρίνι, ή σ’ ένα
φεγγάρι σε σχήμα πουλιού.
Του κουβεντιάζαμε κρυφά
να μην κελαηδήσει, μη και ξυπνήσουν οι κακοί γερόντοι
και δουν τα τέσσερα μικρά, τιμωρημένα κορίτσια
να στέκουν πετρωμένα κι άσπρα στις τέσσερις γωνιές
κρατώντας ψηλά στο μέτωπό τους σαν κανίσκια
τις αθώες αμαρτίες μας και τα μεγάλα όνειρά μας.
Old Expiation

Down there in the low-lying houses with the hungry cats,
evenings fell silently in the courtyards. They lit the lanterns.
Women slept in their clothes. Men
returned home late – they had eaten in the tavern.

There was nothing left for us at night. Through
darkness we stared at the old oil lamp in the kitchen
with the supper leftovers. We gazed it intensely so that
it could change into a cage with a thin canary or into
a moon in the shape of a bird.
We’d converse with it secretly
so that it wouldn’t chirp and wake up the bad old men
who could see the four young, punished girls
standing white and stony in the four corners
lifting high on their foreheads like baskets
our innocent sins and our great dreams.
~Γιάννη Ρίτσου-Ποιήματα/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη
~Yannis Ritsos-Poems/Translated by Manolis Aligizakis
http://www.authormanolis.wordpress.com
http://www.libroslibertad.ca

Tasos Livaditis//Τάσος Λειβαδίτης

cover

 

ΟΤΑΝ, τέλος, ήρθαν οι αγγελιοφόροι, τους βάλαμε να διηγηθούν
καταλεπτώς τα πράγματα
δε χωρούσε αμφιβολία, όλα είχαν χαθεί. Δεν είχαμε ούτε σπίτι πια
ούτε τιμή.
Οι γυναίκες έκλαψαν, όπως πάντα, κι όπως πάντα οι άντρες
σκυμμένοι κοίταζαν το χώμα. Και μόνον ο τυφλός χαμογελούσε
καθώς το ραβδί του, σοφό, τον πήγαινε πέρα απ’ τη ματαιότητα
μες στο σκοτάδι.

 

WHEN at last the messengers came we asked them to narrate
the events in detail
there was no doubt everything was lost. We had neither home
nor honor.
The women cried, as always and as always men stooped and
gazed the earth. And only the blind man smiled as his wise
staff led him beyond futility into the darkness.

 

~Τάσου Λειβαδίτη-Εκλεγμένα Ποιήματα/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη
~Tasos Livaditis-Selected Poems/Translated by Manolis Aligizakis
http://www.libroslibertad.ca
http://www.authormanolis.wordpress.com

Οδυσσέας Ελύτης – Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες

 

alpha
Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες εζώσανε τον μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο.
Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα, ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.

beta

Τότε, από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να ‘ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε οποίον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στον Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά – μακριά μέσα στο μέλλον του – που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
Πάνω σ’ εκείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σιρίτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν’ αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση που ‘χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.

gamma
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.

by Αντικλείδι , http://antikleidi.com