Στέλλα Δούμου, Σκουριά σινδόνη
Ψυχοναύτες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
Κανένας με γνώριζε.
~Μανόλης Αναγνωστάκης~
Μέσα στο πόδι τού οδοιπόρου χρυσαλλίδα πυρίμαχη
τους δικέφαλους σκύλους γυμνάζει.
Μουρμουρητό μονοπάτι δονεί τις δίνες του αέρα
βλασταίνουν φίδια στα βεληνεκή, αυτό είναι σίγουρο.
Οι εποχές τον αναπαριστούν αλλιώτικο όσο βαδίζει.
Ωάρια πυξίδας δείχνουν βορρά αναμαλλιασμένο σε ουρανό τεκταινόμενο.
Πέρα μακριά χαίνουν οι Όλυμποι τις άπειρες κλίμακες του λυκόφωτος μυρμηγκιάζοντας τις επικράτειες.
Το σπίτι του αναπαύεται στης σκιάς το κλειδωμένο βάρος
Ακτινωτά οι ομοζυγωτικοί νεκροί του, γλείφουν άστρα αλμυρά. Έτσι τους θυμάται.
H αριστερή πλευρά του δρόμου αβαρής∙
είναι το νερό: μαύρος θυρεός με αμίαντα φεγγάρια.
Η δεξιά κινείται γρηγορότερα κι απ’ την κόλαση.
Πρόσωπα εγνωσμένης κωφότητας τον προσπερνούν
βρέφη που μηρυκάζουν αλάτι
φέρετρα που γευματίζουνε πηλούς μονογενείς
κι ο δρόμος πίσω του να χύνεται
σε μπολ αβύσσου.
Όταν κάποτε σεληνανθοί στις όχθες των ματιών
μαλακώνουν των βουνών τις σκληρές πέτσες