Υπεράνθρωπος//Ubermensch

ubermensch_cover

FIRST PAIN

During the first night of resurrection we decided
to shed our blood and mix it with our enemy’s.
When we neared the dark forest we remembered
the forbidden room where the wax dripped onto
the ravaged tablecloth where candle snuff out
the un-repeated call of our hero who chose us
because we yearned for knowledge, we chose to become
the reason and the path for Ubermensch, we elected
our sundown even when our eyes were glued onto
the faded curtain that waited for dawn to light
the forbidden room where we felt the first pain of youth.

ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΝΟΣ

Την πρώτη νύχτα της ανάστασης αποφασίσαμε
το αίμα μας να σμίξουμε με των εχθρών μας.
Στο σκοτεινό δάσος μπήκαμε και θυμηθήκαμε
εκείνο το δωμάτιο που σαν παιδιά μας απαγόρευαν
να εισέλθουμε εκεί που το κερί έλιωνε στάζοντας
στο λεκιασμένο τραπεζομάντιλο, ανεπανάληπτο
του ήρωά μας κάλεσμα που διάλεξε κοντά αυτούς
που πεθυμήσαν γνώση για να γίνουν άγια αιτία
τον Υπεράνθρωπο να φέρουν και το ηλιοβασίλεμα
πάντα τα μάτια κολλημένα ήτανε στη κουρτίνα
που ξεθώριασε το φως να περιμένει, μες το δωμάτιο
να μπει να το φωτίσει εκεί της πρώτης νιότης
το ανάβρυσμα που νιώσαμε.

 

http://www.ekstasiseditions.com

 

Ubermensch/Υπεράνθρωπος

ubermensch_cover

Potter

 

     At the edge of the village we arrived at the half lit

house with the small yard and the bloomed jasmine.

The air smelled of love undone, as though all evil was

forgiven. Before we entered we heard the potter’s wheel

sang circular notes and messages joyous that with

intensity reflected our wild youth.

 

     Methodically the wheel transcended soil into exquisite

vessels. Palms pressed, fingers morphed birds and

miracles; suddenly the world gained its meaning like

the sun in the thought of the cloudy day.

 

     An amphora, a cylix, and the Ubermensch closed

the curtains that creation wouldn’t escape. His movement

as easy as the potter’s. Two Ubermenschen and a hovel

full of beautiful words.

 

Αγγειοπλάστης

 

     Στην άκρη του χωριού φτάσαμε στο μισοφωτισμένο

σπίτι με τη μικρή αυλή κι ένα μοναχικό ανθισμένο γιασεμί.

Αγέρας μύριζε ατημέλητη αγάπη σαν να `χε όλο το κακό

συγχωρεθεί. Πριν μπούμε ακούστηκε του αγγειοπλάστη

ο τροχός που τραγουδούσε στρογγυλές νότες, μηνύματα

χαρούμενα που πυρπολούσαν την ασυμβίβαση νιότη μας.

 

      Μεθοδικά ο τροχός μετάλλαζε το χώμα σε υπέροχα δοχεία,

οι παλάμες πίεζαν, τα δάχτυλα ζωγράφιζαν πουλιά και

θαύματα, ξαφνικά ο κόσμος έπαιρνε σημασία όπως κι ο ήλιος

στη σκέψη της συννεφιασμένης μέρας.

 

      Ένας αμφορέας, ένας κύλικας κι ο Υπεράνθρωπος

έκλεισε τις κουρτίνες η δημιουργία να μη δραπετεύσει,

η κίνησή του εύκολη σαν του αγγειοπλάστη: Δυο

Υπεράνθρωποι, ένα χαμόσπιτο γιομάτο ωραίες λέξεις.