Όταν αγαπούμε, σεβόμαστε και θαυμάζουμε κάποιον και κατόπιν όταν βλέπουμε ότι υποφέρει, – πάντα με κατάπληξη επειδή μας φαίνεται απαράδεκτο η ευτυχία που αναβλύζει από μέσα του να μην προέρχεται από μια πηγή προσωπικής ευτυχίας.
– τα αισθήματα της αγάπης, της εκτίμησης και του θαυμασμού μεταμορφώνονται ουσια¬στικά: γίνονται πιο τρυφερά, δηλαδή το χάσμα που μας χωρί¬ζει μοιάζει να γεφυρώνεται, και μια προσέγγιση ίσου προς ίσον φαίνεται να πραγματοποιείται.
Τώρα, μας φαίνεται δυνατό να του δώσουμε ένα αντάλλαγμα, ενώ προηγουμένως τον φα-νταζόμαστε ανώτερο από την ευγνωμοσύνη μας. Αυτή η ικα¬νότητα να δίνουμε σε αντάλλαγμα μας εξυψώνει και μας προ¬καλεί μεγάλη χαρά.
Προσπαθούμε να μαντέψουμε τι μπορεί να καταπραΰνει τον πόνο του φίλου μας και του το προσφέ¬ρουμε. Αν θέλει λόγια, βλέμματα, προσοχή, υπηρεσίες, τονω¬τικά, δώρα, – του τα δίνουμε.
Αλλά πριν απ’ όλα: αν θέλει να υποφέρουμε με το θέαμα του πόνου του, προσφερόμαστε να υποφέρουμε μαζί του, γιατί όλα αυτά μας παρέχουν την από¬λαυση της ενεργητικής ευγνωμοσύνης: αυτό ισοδυναμεί με την λέξη, στην καλή εκδίκηση.
Αν δεν θέλει να δεχτεί και δεν δέχεται τίποτα από μας, τότε απομακρυνόμαστε ψυχροί και θλιμμένοι, σχεδόν πληγωμένοι: είναι σα να απορρίπτουν την ευγνωμοσύνη μας, – και σ’ αυτό το θέμα τιμής, ακόμη και ο καλύτερος άνθρωπος είναι εύθικτος.
Απ’ όλα αυτά, συμπεραί¬νουμε ότι, στην πιο ευνοϊκή περίπτωση, υπάρχει κάτι ταπεινω¬τικό στην οδύνη, ενώ στη συμπόνια υπάρχει κάτι που εξυψώνει και δίνει υπεροχή, κι αυτό είναι που χωρίζει για πάντα αυτά τα δύο αισθήματα.