Νίτσε: Να γίνουμε πιο τρυφεροί

800px-Nietzsche187a

Όταν αγαπούμε, σεβόμαστε και θαυμάζουμε κάποιον και κατόπιν όταν βλέπουμε ότι υποφέρει, – πάντα με κατάπληξη επειδή μας φαίνεται απαράδεκτο η ευτυχία που αναβλύζει από μέσα του να μην προέρχεται από μια πηγή προσωπικής ευτυχίας.
– τα αισθήματα της αγάπης, της εκτίμησης και του θαυμασμού μεταμορφώνονται ουσια¬στικά: γίνονται πιο τρυφερά, δηλαδή το χάσμα που μας χωρί¬ζει μοιάζει να γεφυρώνεται, και μια προσέγγιση ίσου προς ίσον φαίνεται να πραγματοποιείται.
Τώρα, μας φαίνεται δυνατό να του δώσουμε ένα αντάλλαγμα, ενώ προηγουμένως τον φα-νταζόμαστε ανώτερο από την ευγνωμοσύνη μας. Αυτή η ικα¬νότητα να δίνουμε σε αντάλλαγμα μας εξυψώνει και μας προ¬καλεί μεγάλη χαρά.
Προσπαθούμε να μαντέψουμε τι μπορεί να καταπραΰνει τον πόνο του φίλου μας και του το προσφέ¬ρουμε. Αν θέλει λόγια, βλέμματα, προσοχή, υπηρεσίες, τονω¬τικά, δώρα, – του τα δίνουμε.

Αλλά πριν απ’ όλα: αν θέλει να υποφέρουμε με το θέαμα του πόνου του, προσφερόμαστε να υποφέρουμε μαζί του, γιατί όλα αυτά μας παρέχουν την από¬λαυση της ενεργητικής ευγνωμοσύνης: αυτό ισοδυναμεί με την λέξη, στην καλή εκδίκηση.
Αν δεν θέλει να δεχτεί και δεν δέχεται τίποτα από μας, τότε απομακρυνόμαστε ψυχροί και θλιμμένοι, σχεδόν πληγωμένοι: είναι σα να απορρίπτουν την ευγνωμοσύνη μας, – και σ’ αυτό το θέμα τιμής, ακόμη και ο καλύτερος άνθρωπος είναι εύθικτος.
Απ’ όλα αυτά, συμπεραί¬νουμε ότι, στην πιο ευνοϊκή περίπτωση, υπάρχει κάτι ταπεινω¬τικό στην οδύνη, ενώ στη συμπόνια υπάρχει κάτι που εξυψώνει και δίνει υπεροχή, κι αυτό είναι που χωρίζει για πάντα αυτά τα δύο αισθήματα.

http://www.antiklidi.com

George Seferis-Collected Poems/Γιωργος Σεφέρης Ποιήματα

George Seferis_cover

ΔΙΑΛΛΕΙΜΑ ΧΑΡΑΣ

Ήμασταν χαρούμενοι όλο εκείνο τό πρωί

θεέ μου πόσο χαρούμενοι.

Πρώτα γυάλιζαν οι πέτρες τά φύλλα καί τά λουλούδια

έπειτα ο ήλιος

ένας μεγάλος ήλιος όλο αγκάθια μά τόσο ψηλά στόν ουρανό.

Μιά νύμφη μάζευε τίς έννοιες μας καί τίς κρεμνούσε στά

      δέντρα

ένα δάσος από δέντρα τού Ιούδα.

Ερωτιδείς καί σάτυροι παίζαν καί τραγουδούσαν

κι έβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στίς μαύρες δάφνες

σάρκες μικρών παιδιών.

Ήμασταν χαρούμενοι όλο τό πρωί

η άβυσσο κλειστό πηγάδι

όπου χτυπούσε τό τρυφερό πόσι ενός ανήλικου φαύνου

θυμάσαι τό γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!

Έπειτα σύννεφα βροχή καί τό νοτισμένο χώμα

έπαψες νά γελάς σάν έγειρες μέσα στήν καλύβα

κι άνοιξες τά μεγάλα σου μάτια κοιτάζοντας

τον αρχάγγελο νά γυμνάζεται μέ μιά πύρινη ρομφαία.

“Ανεξήγητοι” είπες “ανεξήγητο

δέν καταλαβαίνω τούς ανθρώπους

όσο καί νά παίζουν μέ τά χρώματα

είναι όλοι τους μαύροι”.

                                                    Πεντέλη, άνοιξη

 

Joyous Break

 

We were all full of joy that morning

oh God, how full of joy.

First, the stones, the leaves and the flowers shone

then the sun

a huge sun full of thorns yet so high up in the sky.

A nymph gathered all our cares and hung them from

     the trees

a forest of Judas trees.

Young cupids and satyrs played and sang there

and you could see rosy limbs among the black laurels

flesh of little children.

We were full of joy all morning long

the abyss was a closed well

where the tender hoof of a young faun pounded

you remember its laughter: how full of joy we were!

Then clouds, rain and the moist soil

you stopped laughing as you laid down in the hut

and opened your large eyes gazing

the Archangel practicing with a fiery sword.

 

‘Inexplicable’ you said ‘inexplicable’

‘I don’t understand people

no matter how much they play with colors

they all remain black.’

 

                           Penteli,spring

Γιωργος Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Α/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη

George Seferis, Logbook I/Translation Manolis Aligizakis