Συγκέντρωση
Μαζευτήκαμε στην κεντρική πλατεία της κίτρινης πόλης,
νέοι αξύριστοι, κοπελιές με βυζιά που τρυπούσαν
τις μπλούζες τους, πουλιά πετούσαν πάνω απ’ το αιώνειο κενό,
σαν να καθόριζαν τα σύνορά του, κι ο γέροντας στεκόταν
απέναντι απ’ τους επίσημους.
Ολόασπρα τα γένια του, χέρια διάπλατα ανοιχτά λες
και πριν λίγο ξεπετάχτηκε απ’ τον καθρέφτη του σπιτιού,
εκεί που ήταν κι οι νεκροί μας όρθιοι, με γένια ένα μέτρο.
Δίπλα του γλάστρες και λουλούδια, κι όταν συνέχισε
την ομιλία του άρχισε πάλι μια σιργουλευτή βροχή
που τα πουλιά κρυφτήκαν στις βραγιές, οι επίσημοι
προτίμησαν να τρέξουν προς τη μπυραρία κι ο γέρος με
τα ολόασπρα γένια αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά ενός
ζητιάνου.
~ Μου αρέσουν εκείνοι που δουλεύουν και βρίσκουν τρόπους
να οικοδομήσουν την κατοικία του Υπερανθρώπου και
να ετοιμάσουν χωράφια, ζωντανά και σπαρτά. Έτσι ετοιμάζουν
τη δική τους δύση.
Gathering
We all gathered in the main plaza of the yellow city,
young men unshaven, girls with breasts poking through
their blouse, birds hovered over the eternal void as if to
define its borders, old man stood opposite the dignitaries.
His beard snow white, his arms wide open as though
he had just jumped off the family mirror where our dead
stood next to him, beards long and grey.
Flower pots and shrubs in the square were silent yet
when he started his discourse the rain recommenced,
birds found shelter in the bushes, dignitaries run to
the closest beer parlour and our old man with the white
beard fell asleep in the arms of the beggar.
~ I like those who build the house of Ubermensch, those
who work the fields the livestock, the crops. Thus
they prepare for their end.
Ubermensch, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2013