Palatine Anthology/Παλατινή Ανθολογία

aaaa

Παλατινή Ανθολογία

Σελίδα του χειρογράφου της Παλατινής Ανθολογίας. Πρώιμος 10ος αιώνας. Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης.
Η Παλατινή Ανθολογία (Anthologia Palatina) είναι συλλογή αρχαίων και βυζαντινών[1] ελληνικών επιγραμμάτων της περιόδου από τον 7ο αιώνα π.Χ. μέχρι το 600 μ.Χ., που βρέθηκε σε χειρόγραφο το 1606 και θεωρείται ότι συντάχθηκε τον 10ο αιώνα με βάση την Ανθολογία του Κεφαλά. Μαζί με την Ανθολογία του Πλανούδη απαρτίζει τη συμβατικά ονομαζόμενη Ελληνική Ανθολογία.
Γενικά
Πρόκειται για πλουσιότατη ποιητική ανθολογία από 3.700 επιγράμματα 370 και πλέον ποιητών καταχωρισμένων σε δεκαπέντε κεφάλαια («βιβλία»). Βασίζεται σε συλλογή την οποία συνέταξε στις αρχές του δέκατου αιώνα ο Βυζαντινός κληρικός και λόγιος Κωνσταντίνος Κεφαλάς, βασιζόμενος σε αρχαίες συλλογές. Πήρε το όνομά της από την Παλατινή Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης στην οποία βρέθηκε το χειρόγραφο, ο κώδικας Palatinus 23, από τον Γάλλο λόγιο Σαλμάσιους (Claude de Saumaise). Σήμερα το μεγαλύτερο κομμάτι της βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης (MS Pal. gr. 23) και ένα μικρότερο στο Παρίσι (Par. Suppl. gr. 384).
Παλατινή Ανθολογία ή «Παλατινή ή Ελληνική Ανθολογία» ή «Ελληνική ή Παλατινή Ανθολογία» αποκαλείται εναλλακτικά και το σύνολο των ποιημάτων του Παλατινού χειρογράφου (της «Παλατινής Ανθολογίας» σύμφωνα με τον προηγούμενο ορισμό) με την προσθήκη των 400 περίπου ποιημάτων της Ανθολογίας του Πλανούδη ως 16ο βιβλίο, συνολικά περίπου 4100 επιγράμματα/ποιήματα. Σημειώνεται ότι ο ορισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση με τον πρώτο ορισμό, κατά τον οποίο με τον όρο Παλατινή Ανθολογία αναφέρονται αποκλειστικά τα ποιήματα του Παλατινού χειρογράφου (και μάλιστα όχι κάποια που είναι γραμμένα εκ των υστέρων πάνω στο χειρόγραφο αυτό, δες παρακάτω για τη Συλλογή Σπ, στη σχετική παράγραφο).
Τέλος, σε έναν τρίτο ορισμό, από κάποιες πηγές ο όρος Παλατινή Ανθολογία είναι λίγο έως πολύ ισοδύναμος με τον όρο Ελληνική Ανθολογία. Σημειώνεται ότι ο ορισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση με έναν από τους ορισμούς της Ελληνικής Ανθολογίας, σύμφωνα με τον οποίο Ελληνική Ανθολογία είναι το σύνολο των ελληνικών επιγραμμάτων και ποιημάτων, όχι μόνο από τις δυο συλλογές (Παλατινή και του Πλανούδη), αλλά και από πολλές άλλες πηγές.
Σημειώνεται λοιπόν ότι οι πηγές χρησιμοποιούν (είτε -σπανιώτερα- ρητά, είτε -συνηθέστερα- έμμεσα) κάποιον από τους παραπάνω τρεις ορισμούς, οι οποίοι έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Στο παρόν κείμενο, περιγράφεται αναλυτικά η Παλατινή Ανθολογία κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τον πρώτο ορισμό, δηλαδή αφορά περισσότερο το Παλατινό χειρόγραφο. Η Παλατινή Ανθολογία σύμφωνα με το δεύτερο και τρίτο ορισμό (είτε επιγράμματα από την Παλατινή και αυτή του Πλανούδη, είτε επιγράμματα από την Παλατινή και του Πλανούδη και από άλλες πηγές), περιγράφεται αναλυτικά στο άρθρο Ελληνική Ανθολογία.
Η αξία της Ανθολογίας είναι μεγάλη γιατί διέσωσε το ελληνιστικό επίγραμμα, σημαντικό είδος της ελληνικής ποίησης από τους Αλεξανδρινούς χρόνους μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού. Μεγάλη επίσης είναι και η επίδραση που άσκησε στη δυτική φιλολογία.

Palatine Anthology

A page of the Palatine Anthology (Codex Palatinus 23), 10th century, from the Library of the University of Heidelberg as seeing above.
The Palatine Anthology (or Anthologia Palatina) is the collection of Greek poems and epigrams discovered in 1606 in the Palatine Library in Heidelberg. It is based on the lost collection of Constantine Cephalas of the 10th century, which has been composed using older anthologies. It contains material from the 7th century BC until 600 AD and later on was the main part of the Greek Anthology which included also the Anthology of Planudes and more material.
The manuscript of the Palatine Anthology was discovered by Saumaise (Salmasius) in 1606 in the Palatine library at Heidelberg (Codex Palatinus 23). In 1623, after the Thirty Years’ War, it was sent with the rest of the Palatine Library to Rome as a present from Maximilian I of Bavaria to Pope Gregory XV and it was kept in the Vatican Library. In 1797 it was taken to Paris by order of the French Directory and in 1816 it was returned to Heidelberg when the war ended, but one (smaller) part of it remained in Paris (Parisinus Suppl. Gr. 384)
The manuscript
The manuscript of the Palatine Anthology consists of 709 pages. The section of the manuscript which is kept today at the Library of the University of Heidelberg (MS Pal. gr. 23) consists of pages 1–614 and the other part which is kept at the Bibliothèque Nationale de Paris (Par. Suppl. gr. 384) consists of the rest 94 pages (pp. 615–709).
It was written by four scribes around 980. One of the scribes made comments and additions and part of the manuscript was corrected by a Corrector.
The scribes were the followings:
• scribe Α: pages 4–9.384.8
• scribe J: pages 9.348.9-9.563 (possibly Constantine the Rhodian)
• scribe Β: pages 9.564-11.66.3
• scribe Β2: pages 11.66.4-11.118.1
• scribe Β: pages 11.118.1-13.31
Scribe J made corrections to the text written by scribe A and at the end, a Corrector, C, made many corrections to the text of Α and J.
http://www.wikipedia.org

Übermensch//ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ

ubermensch_cover800px-Nietzsche187a

Übermensch — The Solution

“It returns, what finally comes home to me is my own Self and what of myself has long been in strange lands and scattered among all things and accidents.”
Thus Spoke Zarathustra, The Wanderer
The word ‘hero’, coined in English in the fourteen century, derives from the Greek Ἥρως (hero, warrior). Nietzsche had a deeply heroic streak in his soul, and a hero archetype became a motivating drive in his life and in his philosophy. He confessed in Ecce Homo: “I am by nature warlike. The attack is among my instincts… I attack only causes that are victorious… where I stand alone.” It may well have been the heroism of exceptional men that appealed to him in Homer’s Iliad and Odyssey and in Shakespeare’s tragedies, which he read as a young teenager. He later rediscovered the hero’s mythical journey in the musical dramas of Wagner.
Jung believed that the archetype of a hero is the oldest and the most powerful of all archetypes, and considered religious figures such as Buddha, Christ or Mohammed to be its various personifications (in The Archetypes and the Collective Unconscious). The hero’s journey is ultimately a journey towards self-integration. The final destination, which Jung called ‘individuation’, is a state of wholeness and completeness, and it involves the unification of opposites. Indeed, coincidentia oppositorum (coincidence of the opposites), a concept borrowed from Heraclitus, is a propelling force in becoming the Übermensch. The constant tension and energy of the conflict becomes a source of inspiration and creativity; the strife leads to “new and more powerful births”. The superabundance of any force inevitably produces its opposite and an inner balance can be achieved by uniting (or overcoming, to use Nietzsche’s term) these opposites. The restoration of equilibrium is the essence of healing. The Übermensch advocates a new ‘great health’ which he equates with an all-embracing totality whereby “all opposites are blended into a unity” (The Gay Science, 382). The conscious and the unconscious, good and evil, the earthly and the spiritual synchronize in contrapuntal harmony. A noble soul is no longer divided; it becomes an ‘individual’ not a ‘dividual’, as Nietzsche has stressed. The element of transformation (or resurrection) lies at the heart of the hero’s message. The great hero (der Überheld) overcomes himself, sublimates his impulses and passions, and owes nothing to anyone, not even to God. In the process of ‘becoming what one is’, the Übermensch unites reason and passion, order and chaos, discipline and ecstasy. But to become ‘all one’, and be free, ultimately means to be alone, taking full responsibility for one’s life. There is no scapegoat to take the blame for one’s misfortunes; not the Jews, not the Christians, not the Muslims, not even the Devil himself. One is sentenced to freedom and its aloneness:
“During the longest period of human past nothing was more terrible than to feel that one stood by oneself. To be alone, to experience things by oneself, neither to obey nor to rule, to be an individual – that was not a pleasure but a punishment; one was sentenced ‘to individuality’. Freedom of thought was considered a discomfort itself.”
The Gay Science
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ — Η ΛΥΣΗ
Αυτός ο αδύναμος και ευάλωτος άνθρωπος πίστευε ότι «η ιδέα της θέλησης, της δύναμης και του υπεράνθρωπου έχουν σημασία και όχι οι χριστιανικές αντιλήψεις για την ευσέβεια, την καρτερία και την ισότητα». Στα έργα του, βρίσκουμε επεξεργασμένη κι εμπλουτισμένη τη σπορά των λόγων του Μαξ Στρίνερ που απετέλεσε την κοινή αφετηρία τόσο του αναρχισμού όσο και του ανηθικισμού και της φιλοσοφίας του υπεράνθρωπου. Ο Στρίνερ είχε πει:
«Αν το Κράτος είναι μια κοινωνία ανθρώπων και όχι μια συνάθροιση από Εγώ, τότε το Κράτος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ηθική, πάνω στην οποία πρέπει να στηρίζεται. Γι’ αυτό, το Κράτος και Εγώ είμαστε εχθροί».
Ο Νίτσε το ερμήνευσε:
«Το κράτος οργανώθηκε όταν μια νικήτρια φυλή δημιούργησε καθεστώς τρομερής καταπίεσης του νικημένου λαού, πολυπληθέστερου αλλά ανοργάνωτου. Τα ένστικτα των υποταγμένων κατέληξαν σε εσωστρέφεια. Η δύναμη της ενέργειας και ο πόθος για δύναμη στράφηκαν ενάντια στον ίδιο τον άνθρωπο. Εμφανίστηκαν έτσι νέα ιδανικά: η απάρνηση του εγώ, ο αλτρουισμός. Η τάση του αλτρουισμού είναι δείγμα ενστίκτου σκληρότητας και οι τύψεις πόθος για βασανιστήρια. Οι άνθρωποι πίστεψαν ότι η ενοχή τους ήταν οφειλή προς τους προγόνους. Οφειλή που έπρεπε να την αναγνωρίσουν με τη θυσία της υποταγής. Αυτός ο φόβος για τους προγόνους βρίσκεται μεταμορφωμένος στον θεό. Γι’ αυτό η θρησκεία, και κυρίως ο χριστιανισμός, είναι πληγή για την ανθρωπότητα».
Με όλα αυτά, ο Νίτσε βρέθηκε να εκπροσωπεί τον αχαλίνωτο ατομικισμό και να γίνει η ιδεολογική σημαία των καπιταλιστών, την περίοδο της ανόδου των πλουσίων του χρήματος. Και πάνω στις απόψεις του για τον υπεράνθρωπο θέλησαν να χτίσουν οι ναζί θεωρητικοί της υπεροχής της άριας φυλής. Όμως, οι θέσεις του Νίτσε για τον υπεράνθρωπο ανήκουν στην τρίτη ομάδα του έργου του και δεν μπορούν να αποκοπούν από τις προηγούμενες δύο. Πολύ περισσότερο, που αναπτύχθηκαν παράλληλα και δεν αποτελούν παραγωγή ξεχωριστών χρονολογικών περιόδων.
~www.wikipedia.org