Η φωτογραφία
Ενώ είμαστε μαζί αγκαλιασμένοι
(απόδειξη το χέρι σου στην πλάτη μου)
φυσάει αγέρας, φορώ ένα γκρι παλτό,
φύλλα στροβιλίζονται και πέφτουν
«για πάντα δικός σου», ψιθυρίζεις
ενώ στο φόντο πίσω φαίνονται τα κάρβουνα
τα λευκά άλογα
ο λάκκος με τους νεκρούς
το δέντρο με τα κεφάλια στα κλαδιά
η σιωπηλή διαδήλωση στους τάφους
οι άνθρωποι με τα κεριά
που πενθούν βουβά
ενώ βρέχει σκοτάδι,
κι ενώ όλα αυτά συμβαίνουν,
από την φωτογραφία
χάνεται το πρόσωπό σου
κι αυτή η απώλεια,
τόσο μικρή μέσα στο νεκρικό Σύμπαν
που μας τυλίγει,
αυτή ακριβώς η ασήμαντη απώλεια
είναι που δίνει στην φωτογραφία
την ανεκτίμητη αξία
του οριστικά χαμένου.
The Picture
While we embrace
(proof is your arm around my back)
it’s windy, I wear a gray overcoat
leaves swirl falling
forever yours you whisper while
in the background the coals appear
the white horses
the pit: full of dead
the tree with heads hanging from its branches
the silent declaration of gravesites
people with candles
grieve silently
as it rains darkness and
while all this happens
your face vanishes
from the picture and
this loss, so small in the dead Cosmos
that surrounds us
this exact insignificant loss
gives this picture
the priceless value
of the for ever lost.