Τα χείλη παραιτούνται απ’ τη φωνή,
Τους στυφούς φθόγγους.
Σωπαίνουν τα όργανα
Τα πνευστά και τα έγχορδα.
(Μέσα τους παρατείνεται η Μουσική,
Μια θάλασσα πολυφωνική πο’ ’χει σωπάσει.)
Μαζεύουν σωπασμένο αντίλαλο απ’ τ’ αδειανά κοχύλια,
Βαφή από μαραμένα ρόδα, διάφανη φεγγοβολή
Από το καθάριο αίμα τους, κι αλλάζουν
Τ’ άφωνα χείλη, γίνονται ασπασμοί
Στο πρόσωπό σου, στο σεπτό σου εικόνισμα.
Γίνονται ασπασμοί, γοργά φιλιά,
Αποδημητικά, αεικίνητα, σαν χελιδόνια.
Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965) του Γιώργου Θέμελη
Τα άλλα, σα να μην ήταν τίποτα — χάθηκαν. Άργος, Αθήνα, Σπάρτη, Κόρινθος, Θήβα, Σικυών, — σκιές ονομάτων· τα μιλάω· ηχούν σαν βουλιαγμένα μες στο ασυντέλεστο. Κάποιο χαμένο ευγενικό σκυλί στέκει μπροστά στην προθήκη ενός φτηνού γαλατάδικου. Μια νέα περαστική το κοιτάζει· αυτό δεν αποκρίνεται· η σκιά του απλώνεται στο πεζοδρόμιο μεγάλη. Δεν έμαθα ποτέ μου το γιατί. Κι ούτε υπάρχει θαρρώ. Μένει μονάχα αυτή η εξευτελιστική, εξαναγκασμένη (από ποιόν;) επιδοκιμασία καθώς γνέφουμε «ναι» με το κεφάλι, σα να χαιρετούμε κάποιον με απίστευτη δουλοφροσύνη, ενώ κανείς δεν περνάει, κανείς δεν είναι.
The other things are lost as if they never existed Argos Athens
Sparta
Corinth Thebes Sykion – shadows of names I pronounce and they
echo as if they are sunken
in the incomplete A stray well-bred little dog stands
before the window of a poor dairy A young woman passing by
looks at it
it doesn’t respond its shadow is spread on the sidewalk
enlarged
I never learned the reason I doubt it truly exists There remains
only that humiliating compulsive (from whom?) approval